Αντικατοπτρισμοί
I
[Φωλιάζει ο φόβος στα άγρια δάση των ματιών του…]
Φωλιάζει ο φόβος στα άγρια δάση των ματιών του
Μουρμουρίζει ένα νανούρισμα προπατορικό
Τα σκοτάδια του τρέφονται με φως και
κάθε βράδυ βλέπει το ίδιο όνειρο:
Σε μια σκουριασμένη σκάλα ταλαντεύεται
σκαρφαλώνοντας στον ουρανό-
Δαγκώνει ένα μήλο καλογυαλισμένο και σωπαίνει.
Κάθε ξημέρωμα ψηλώνει και κλαίει.
II
μικρά καλοκαίρια
τα καλοκαίρια μικραίνουν
καθώς οι ίσκιοι μας
στην πόλη μεγαλώνουν
ριζώνουν στην άσφαλτο
ανατινάσσονται
δεν τους ξεπλένει καμιά θάλασσα
τρέχουμε ακανόνιστα ξυπόλυτοι
ο ένας μακριά από τον άλλον
τινάζοντας την περσινή,
την προπέρσινη άμμο
απ’ τα ακατάστατα μαλλιά μας
μας κυνηγούν οι λεωφόροι
οι πλατείες που παίρνουνε φωτιά
στα πεζοδρόμια τ’ αφιλόξενα πια
ο έρωτας συνήθισε την ήττα.
III
Απουσία
Η βροχή κροτάλιζε πάνω στην απουσία
οξείδωνε τη μεταλλική Σφίγγα
που με το σκοτεινό της αίνιγμα
στιγμάτιζε το δέρμα με συνοριογραμμές
-πού ν’ αγγίξω πια, δεν ξέρω-
πέντε, δέκα, δεκαπέντε… σαράντα
τα φυλάω μέχρι ο χρόνος να τις απαλείψει ή
να φανερώσεις σ’ έναν αριθμό ή σε μια νότα
ένα πρόσωπο ανάγλυφο
κατακερματισμένο σε στιγμές
και χέρια κρεμασμένα…
και όμως από μακριά φαινόσουν ευθυτενής
να παίρνεις επιτέλους σωστές αναπνοές
από το διάφραγμα, όχι απ’ το θώρακα-
καμιά φορά η φωνή σου
-δεύτερη ή τρίτη-
παίζει στα ερτζιανά
γνώριμη και αποκαμωμένη
τη φυλάω με όλα τα ενθύμιά σου
πέντε, δέκα, δεκαπέντε…σαράντα
φτου και βγαίνω:
Σου το λέω, χωρίς δισταγμό,
η απουσία δε συνηθίζεται.