Ιππόκαμπος, ο πλαστικός.

Ικανός αριθμός γεγονότων μου προκαλούν ενόχληση. Δόξα τον Θεό δεν μπορώ να παραπονεθώ για αυτό. Ωστόσο, υπάρχει το διακριτό εκείνο υποσύνολο καταστάσεων που καταφέρνει να με ταράζει, να με συγχύζει, να με εξοργίζει, να με βγάζει από τα ρούχα μου, να με διαολίζει, να μου ανάβει τα λαμπάκια, να με κάνει αεροπλάνο, να με κάνει να ξεφυσώ σαν ατμομηχανή, να παίρνω ανάποδες, να ιδροκοπώ, να μπουρινιάζω, να μου γυρνάει το μάτι, να κοκκινίζω από το κακό μου, να χρειάζομαι δύο ντεπόν για να καλμάρει ο πονοκέφαλος.

Ένα από αυτά είναι να ταξιδεύω μεταφέροντας πολλά πράγματα. Τσάντες, βαλίτσες με ροδάκια, σακ βουαγιάζ, σακίδια πλάτης, σακούλες, ένα σωρό αποθηκευτικά μέσα που η ανθρωπότητα κατασκεύασε για να χωρέσει μέσα την ακόρεστη ματαιοδοξία της.

Ταξίδευα λοιπόν με αρκετά πράγματα που δεν ήταν δικά μου, εξυπηρετήσεις θα έκανα, όχι ότι θα είχε κάποια διαφορά.

Στο λιμάνι, κόσμος πολύς, τελευταίες μέρες του Ιούλη. Υπολόγιζα λιγότερο κόσμο, λιγότερη ζέστη, λιγότερη αναμονή, λιγότερα πράγματα για κουβάλημα. Έπεσα έξω σε όλα.

Αντί για μια τσάντα πλάτης με τα λιγοστά βιβλία, διαλεγμένα προσεκτικά, γραφική ύλη και ένα μικρό βαλιτσάκι με δυο-τρεις αλλαξιές, κουβαλούσα έξτρα ένα κράνος, χωρίς να οδηγώ μηχανή, μια κιθάρα, χωρίς να γνωρίζω ούτε ένα ακόρντο, μία σκηνή κάμπιγκ για έναν σαρανταπεντάρη εργένη φίλο που επιμένει να αγνοεί ότι τα χρόνια περνούν, μια ισοθερμική τσάντα με δύο κεφάλια τυρί από γίδινο γάλα για έτερο φίλο με εκλεπτυσμένο ουρανίσκο, ένα ποδήλατο για μια φίλη που μόλις είχε διοριστεί σε ένα επίπεδο, μικρό νησί του βορείου Αιγαίου, ένα τενεκέ βιολογικό λάδι από ορεινό ελαιοχώραφο, ψυχρής σύνθλιψης, οξύτητας κάτω του άσσου, για μια φιλική οικογένεια που είχα δεκαετίες να δω και που η φωτογραφία της, μαζί με άλλες, στοίχειωνε το σύνθετο του πατρικού μου σπιτιού και τέλος μια τεράστια βαλίτσα φορτωμένη με φαγητά και ρούχα για τον κανακάρη μιας φίλης της μητέρας μου που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία σε παραθαλάσσια πόλη της Βορείου Ελλάδας.

Καθώς περίμενα να επιβιβαστώ υπολογίζοντας τον τρόπο που θα κουβαλούσα τα πράγματα ώστε να κάνω τις λιγότερες δυνατές διαδρομές μέχρι την αποθήκη του πλοίου, άκουσα το κουδούνισμα του τηλεφώνου μου. Ήταν πάλι η μάνα μου. Μα πόσες φορές θα με ξεπροβόδιζε; Το ένστικτό μου με απέτρεπε. Ακαριαία, υγρασία συγκεντρώνονταν στον αντίχειρά μου, ένδειξη αυτού που ερχόταν. Ο αντίχειρας μού είναι πολύτιμος. Λειτουργεί, πλην όλων των άλλων, ως αισθητήρας δυσάρεστων εκπλήξεων, είναι αλάθητος, και η ζωή μου είχε γίνει αφόρητη όταν τον είχα σπάσει. Δεν μπορούσα να γράφω, να δένω τα κορδόνια μου και κυρίως να αποφεύγω δυσάρεστες καταστάσεις. Σήκωσα το τηλέφωνο. Μέγα λάθος. Ένιωθα σαν να μου πετάνε άμμο στο πρόσωπο.

Βιαστικά και ασύνδετα όπως πάντα η μάνα μου, μού εξήγησε ότι η αδερφή της είναι στο λιμάνι και πως θα μου φέρει κάτι πραγματάκια, με τελικό αποδέκτη την κόρη της που μόλις πριν λίγους μήνες γέννησε το πρώτο της παιδί. Μεγάλη επιτυχία της θείας να νυμφεύσει την κόρη της με «αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού», απλός ΕΠ.ΟΠ πενταετούς θητείας ήταν ο άνθρωπος, και να την στείλει μαζί του εξορία στο ξερονήσι, αλλά τον είχε τον τρόπο του, και μερσεντέζ βεβαίως, από κάτι επιδοτήσεις για κουνουπίδια που καλλιεργούσαν οι δικοί του κάπου στην ανατολική Μακεδονία, κασίδα και χρυσό βαφτιστικό σταυρό περασμένο στο λαιμό, γυάλιζαν όλα εκτυφλωτικά, πως να μη στραβωθεί η ξαδέρφη. Πήρε τη μετάθεση για τα δικαστήρια του νησιού, δικαστικός σύμφωνα με τη μάνα της, διατυμπάνιζε στα κομμωτήρια και τις καφετέριες, «η κόρη μου η αρεοπαγήτισσα», γραμματέας στα δικαστήρια ήταν η κοπέλα, απλά η θεία μου είχε μια γενναιοδωρία με τις προαγωγές.

Μερικά λεπτά αργότερα εμφανιζόταν μπροστά μου αυτοπροσώπως, φωνάζοντας και σπρώχνοντας τον κόσμο γύρω της. Λίγο πιο πίσω η λυπηρή φιγούρα του θείου φορτωμένου σαν υποζύγιο, με τον ιδρώτα να έχει μουσκέψει τον σβέρκο, τις μασχάλες, την κοιλιά και άλλες ερωτογενείς και μη ζώνες του κορμιού του.

Καθώς με πλησίαζαν επιθετικά, ακολουθούσα την πάγια τακτική των αμυνόμενων. Δοκίμασα να προστατευθώ πίσω από το κάστρο των αντικειμένων που είχα φορτωθεί, έπειτα καλυπτόμουν πίσω από συνταξιδιώτες και οπισθοχωρούσα συντεταγμένα ώσπου έφτασα στην άκρη του λιμανιού, ένα βήμα από τη θάλασσα, αγκαλιά με τα προαιώνια διλήμματα των ηρώων αυτού του κόσμου.

Αποθέσανε στο έδαφος μπροστά μου σειρά αντικειμένων, ένα καρότσι, ένα παιδικό καθισματάκι αυτοκινήτου και κάτι το οποίο αρχικά θεώρησα πως μπορεί να είναι ψευδαίσθηση, ίσως από την πολύωρη έκθεση στον ήλιο. Ένα κόκκινο πλαστικό αλογάκι για να ανεβαίνει πάνω ο μικρός και να λικνίζεται. Παράλληλα η θεία αλάλαζε, να τα προσέχω να μην τα κλέψει κανείς και πότε θα κάνω εγώ παιδί και άλλα πολλά που δεν άκουγα.

Μα πλαστικό, κόκκινο αλογάκι;

Ψύχραιμα, τέντωσα το πόδι και με τον τετρακέφαλο σφιγμένο, αργά και σταθερά έσπρωξα το αλογάκι προς τη θάλασσα, που όρθιο προσθαλασσώθηκε στο νερό, χοροπηδώντας στο κύμα.
Μια χοντρή σταγόνα ιδρώτα λαμποκόπησε στιγμιαία στην τριχοφυΐα του θείου μου πριν ξεκινήσει την καθοδική της πορεία στην συμπαγή τριχοδομή του σώματός του.

Ως απάντηση στην κίνηση μου, η θεία μου ξεστόμισε ανερυθρίαστα ένα ευρύ ρεπερτόριο στερεοτύπων που με γυρόφερναν μια ζωή, αιωρούνταν πίσω από την πλάτη μου για χρόνια στα οικογενειακά τραπέζια και τις κοινωνικές εκδηλώσεις και που παρά τις προσπάθειές μου ποτέ δεν κατάφερνα να αποφύγω: Βρε αντίχριστε, λόγω μουσικών ακουσμάτων, βρε χαραμοφάη, λόγω του ότι οι σπουδές μου κρατούσαν χρόνια, βρε ανεπρόκοπε, καθώς δεν είχα σταθερή δουλειά, βρε ανεύθυνε, καθώς δεν διατηρούσα κάποια σχέση, πόσο μάλλον σταθερή, βρε ακοινώνητε, βαριά κουβέντα να την πεις σε κοινωνικό επιστήμονα, να ήμουνα τίποτα βιολόγος ή φυσικός ας πούμε να πήγαινε στην ευχή, βρε Τούρκε, αυτό επειδή ο ελληνικός στρατός δεν καταδέχτηκε τις εθελοντικές υπηρεσίες μου στις τάξεις του, σε αντίθεση με τον γαμπρό της.. το πέταξες βρε παλάβρα το παιχνίδι του μωρού;

-Έγινε ιππόκαμπος, αποκρίθηκα δίχως να μπορώ να συγκρατήσω τα γέλια και τα δάκρυα μου.

Βρε είσαι τρελός και απάνθρωπος, κακό χρόνο να ‘χεις και σειρά άλλων ύβρεων και καταρών που δεν κατάφερα να συγκρατήσω, ενώ οι ιδρωτοποιοί αδένες του θείου μου εργάζονταν πυρετωδώς.

Λίγα λεπτά αργότερα, καθώς η υπάλληλος του λιμενικού σώματος βεβαίωνε το ομολογουμένως τσουχτερό πρόστιμο για τη ρύπανση θαλάσσιων υδάτων, -πρόστιμο σε ποιόν, σε εμένα, που πάσχιζα για τον εμπλουτισμό της θαλάσσιας βιοποικιλότητας, όπως ο ψαράς που ρίχνει στη θάλασσα τα δολώματα που του περισσεύουν-, μειώνοντας κατά το ήμισυ τη διάρκεια των διακοπών μου και ενώ ο καβοδέτης υπό τις οδηγίες της θείας προσπαθούσε να μαζέψει με μια απόχη τον πλαστικό ιππόκαμπο, συνειδητοποιούσα πως η αλήθεια, σε αντίθεση με τους καλούς τρόπους οι οποίοι είναι δωρεάν, κοστίζει ακριβά.

Μετά από ώρα ανέβαινα τελικά στο πλοίο. Φορτωμένος ένα κάρο πράγματα και ένα σωρό αλήθειες προχωρούσα προσεκτικά πάνω στην μπουκαπόρτα αποφεύγοντας ένα πιθανό διάστρεμμα που θα σήμανε την αμετάκλητη ακύρωση των διακοπών μου. Απαιτεί υψηλό βαθμό αυτοκυριαρχίας το να περπατάς αργά πάνω στην μπουκαπόρτα την ώρα που γύρω σου επικρατεί απόλυτη βιασύνη, κάνοντας το αμπάρι του πλοίου να μοιάζει με μελίσσι την εποχή της Άνοιξης. Σκεφτόμουν ακόμα, πως δεν χρειαζόταν να βγω στο κατάστρωμα για να χαιρετήσω κάποιον. Προσπαθούσα, παρά τις αντιξοότητες της ημέρας, να διατηρήσω τη θετική μου σκέψη.

Αβραάμ Ιτζεβίδης