i.Είδε στο δρόμο του μια πέτρα
Είδε στο δρόμο του μια πέτρα
Την έσπρωξαν των σκουπιδιών οι σακούλες Την κλώτσησε κι εκείνος κι ένα παιδί
Ήταν μια πέτρα μαύρη, λεία, στρογγυλή
Χρόνια περίμενε στου δρόμου την άκρη ένα πόδι να τη σπρώξει
Το ίδιο βράδυ στην άκρη του κρεβατιού του είδε στον ύπνο του μια πέτρα
Χρόνια περίμενε στ’ όνειρο ένα χέρι να τη σηκώσει
Ώσπου έβγαλε ρίζες, φύτρες και βολβό Πήγε ν’ ανθίσει
Τότε βρέθηκε το πόδι του να την κλωτσήσει Κύλησε παρακάτω
Κι έμεινε εκεί για χρόνους δέκα Έβγαλε πόδια, στήθη, χείλη Έγινε γυναίκα
Πέρασε με βήμα αργό ένα αγόρι Της έδωσε μια που πήγε παραπέρα
Τότε η πέτρα, που μέχρι τότε μιλιά δεν είχε, έβγαλε μιλιά και είπε:
Όχι πια πέτρα, ούτε και σπόρος Ούτε κι αυγό, ούτε θνητή
Μόνο πτηνό Μόνο Εαυτή
ii.υπάρχει Παντού
Στα κυρίως ονόματα και στα επίθετα,
Στα μονόπετρα και στα κουδούνια των σπιτιών
Στους καφέδες
κυρίως στους ελληνικούς ή τούρκικους Στα ξεραμένα δάχτυλα
που σιδερώνουν μεσάνυχτα
Στις βαριές σακούλες των σκουπιδιών με ψηλοτάκουνα
Στα κρυφά τσιγάρα στο μπαλκόνι
που σβήνουν βιαστικά
Στα κλάματα των παιδιών, στις μουτζούρες από μάσκαρα Στις πάνες και στα πεταμένα παιχνίδια
Στις στίβες με πιάτα στο νεροχύτη
Στην μπουγάδα φοιτήτριας
που δε της έμαθαν ν’ απλώνει σωστά κι η γειτονιά μιλάει
(Όλες το ξέρουμε αυτό:
“Απλώνουμε μπροστά μπροστά τα μακριά ρούχα και τα βρακιά από πίσω. Να μην φαίνονται”)