Στη μαρξιστική προσέγγιση για την ιστορία είναι η ταξική πάλη που κινεί την ιστορία, ή με τα λόγια των Μαρξ και Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, η ιστορία όλων των ως τα τώρα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Ωστόσο μεταβαίνοντας από το αφηρημένο μακροεπίπεδο στο συγκεκριμένο μικροεπίπεδο προκύπτει το ερώτημα του πώς εγγράφονται, νοηματοδοτούνται και αποκωδικοποιούνται οι ταξικοί αγώνες τόσο σε συλλογικό επίπεδο όσο και σε ατομικό. Πώς προκύπτει η συλλογική μνήμη και η ταξική συνείδηση; Το βιβλίο του Νίκου Σουβατζή επιχειρεί να φέρει στο προσκήνιο την συλλογική μνήμη των αγώνων ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, «στα οδοφράγματα της οργής / με της γης τους κολασμένους / με τις σημαίες της λευτεριάς / … / στις πλατείες του κόσμου / και στα χαρακώματα / που ξαγρυπνά το δίκιο» (Στις πλατείες του κόσμου, σελ. 35). Λειτουργώντας ως τηλεβόας των εξεγερμένων η συλλογική μνήμη είναι δημιουργικό στοιχείο της ταξικής συνείδησης. Η μνήμη είναι ζώσα ιστορία στο παρόν και έτσι διαπερνά την ταξική πάλη στο σήμερα, την ίδια στιγμή που διαπερνάται εμπλουτιζόμενη και ανανεωνόμενη από αυτήν, σχηματίζοντας μια διαλεκτική ενότητα μνήμης και ταξικής πάλης. Γράφει ο Νίκος για την τροφοδότηση της μνήμης από την πολιτική πρακτική το πολύ ωραίο ποίημα Όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει για το δίκιο (σελ. 49), «Όταν ένας άνθρωπος / πεθαίνει για το δίκιο / πεθαίνουν μαζί του / κάθε έννοια δικαίου, / το σύνταγμα και οι νόμοι / Όταν ένας άνθρωπος / πεθαίνει για το δίκιο / χίλιοι νεκροί σύντροφοι του / ανασταίνονται για να ορκιστούν / με οπλισμένα χέρια εκδίκηση / Όταν ένας άνθρωπος / πεθαίνει για το δίκιο /χίλιες σημαίες / με τα χρώματα της ζωής / χαιρετούν την καινούρια μέρα / Όταν ένας άνθρωπος / πεθαίνει για το δίκιο / χίλια σφιγμένα χείλη / χαμογελούν / στον κόσμο που έρχεται».

Στον ένα πόλο αυτής της διαλεκτικής, η μνήμη προσλαμβάνει οντολογικά χαρακτηριστικά, αντικειμενοποιείται τροφοδοτούμενη με την σύγχρονη ιστορία του Ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Γράφει ο Νίκος στο ποίημα «η εκδίκηση της μνήμης σελ. 20-21):

Η μνήμη κουβαλάει μια σημαία
στο χρώμα του αίματος
Η μνήμη έχει στις πλάτες της
θανατικές καταδίκες
εκτάκτων στρατοδικείων
και χιλιάδες χρόνια φυλακής
και εξορίας

Η μνήμη υψώνει περήφανα το στήθος της
απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα
Η μνήμη είναι το λουλούδι
που φυτρώνει στο προαύλιο της φυλακής
Η μνήμη είναι το αντάρτικο τουφέκι των αμετανόητων
Η μνήμη είναι τα συνθήματα μιας διαδήλωσης
που πνίγηκε στο αίμα
Η μνήμη είναι τα σημάδια απ’ τα βασανιστήρια
στα κορμιά των αγωνιστών
Η μνήμη χαιρετάει συντροφικά
με υψωμένη τη γροθιά

Η μνήμη έχει το όνομα
των εκτελεσμένων της Καισαριανής
και των εξόριστων της Μακρονήσου
Η μνήμη είναι η Ακροναυπλία
και οι φυλακές Αβέρωφ
Η μνήμη είναι οι κραυγές
στα μπουντρούμια της ΕΑΤ-ΕΣΑ
Η μνήμη είναι η ατέλειωτη νύχτα του Νοέμβρη
Η μνήμη είναι τα ποιήματα
που κρύφτηκαν από τους βασανιστές

Η μνήμη ακόμα και ηττημένη
προκαλεί τρόμο στους νικητές
Η μνήμη είναι εχθρός
του νόμου και της τάξης
Η μνήμη οργίζεται και εκδικείται
Η μνήμη ξεθάβει απ’ τα λαγούμια τους
τους βέβηλους και τους δειλούς
Όταν μας πνίγει το σκοτάδι
η μνήμη είναι το αστέρι
που μας οδηγεί στο μέλλον

Να θυμόμαστε λοιπόν θέλει ο Νίκος. Η μνήμη μας αφορά σαν ριζοσπαστικά πολιτικά υποκείμενα. “Μας νοιάζει”, με μια μάλλον παράδοξη έγνοια, που δεν έχει καμία σχέση με τη νοσταλγία, αλλά μάλλον μ’ αυτό που καταλαβαίνουμε σα μαζική παραγωγή της λήθης μέσα στην (και μέσα από την) καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Γράφει ο Νίκος στο ποίημα Πύλη εισόδου (σελ. 24) «ανώνυμοι πεσόντες / ενός ακήρυχτου πολέμου / παραδομένοι στη λήθη / Τάξη και ασφάλεια / επικρατούν στο βασίλειο σας / μα οι νεκροί / που δεν βρήκαν την Ιθάκη τους / επιστρέφουν ακολουθώντας / τα ίχνη του αίματος και της φωτιάς». Ή όπως έλεγε ο Ρενάτο Κούρτσιο όλες οι μνήμες του ανταγωνισμού είναι πολύτιμες αποσκευές, αγώνες και υποκείμενα του χτες, μακρινού ή μακρινότερου, πλάθονται και αναπλάθονται διαρκώς, για να συντροφεύουν και να προσανατολίζουν στον μακρύ δρόμο του πολεμικού (κάθε φορά) παρόντος. Με τα λόγια του Νίκου στο ποίημα Ο αντάρτης του Μπέλφαστ (σελ. 29), «Να γράφεις με το αίμα σου / στον τοίχο του κελιού / την ιστορία της ανθρωπότητας». Σε αντιδιαστολή με το παρόν που είναι «Μισό καρπούζι / δύο αγχωμένα μπάνια / κι ένα χλωμό φεγγάρι / Αυτό είναι το καλοκαίρι μας» (Την εποχή της σιωπής, σελ. 43).

Μνήμη είναι η τέχνη να συνδιαλέγεσαι με την αύρα των νεκρών, των δολοφονημένων προγόνων, το πένθος και την απώλεια. Μνήμη για τον Μπόμπι Σαντς (Ο αντάρτης του Μπέλφαστ, σελ. 29) και μνήμη-πατρίδα την οποία περιγράφει ο Νίκος (Καταφύγιο των ηττημένων, σελ. 15) σαν «μια απέραντη αχαρτογράφητη χώρα / καταφύγιο των ηττημένων της ζωής / και των αμετανόητων ονειροπόλων». Η μνήμη λειτουργεί ως καταφύγιο λοιπόν όπου συναντάμε τους νεκρούς μας και εξοικειωνόμαστε με τις ήττες μας που μοιάζει για το Νίκο με την επιστροφή «στα μεγάλα φωτεινά καλοκαίρια / και στα ατέλειωτα παιγνίδια στην αλάνα / και στα αμφιθέατρα που ήταν γεμάτα φίλους / και στους πύργους στην άμμο / που στέγαζαν τα παιδικά μας όνειρα / Κι αν κάθε μέρα είναι μια καινούρια πληγή / στρέφουμε πίσω το βλέμμα και επιβιώνουμε / … / Όταν η ζωή γίνεται παρελθόν / η μνήμη γίνεται οξυγόνο» (Οξυγόνο, σελ. 12).

Εμείς θυμόμαστε αλλά δεν μας θυμούνται λέει ο Νίκος «κι ούτε που μας θυμάται πια κανείς / μόνο σε κάτι γιορτές / και κάτι θλιμμένες επετείους» (Παιδικές συνήθειες, σελ. 13), καθώς το επαναστατικό υποκείμενο αποκόπτεται σε ένα πέπλο αριστερής μελαγχολίας και ματαιότητας από την καπιταλιστική κανονικότητα που έχει για το Νίκο «ψεύτικες ζωές μέσα σε ευρύχωρα σπίτια / με ακριβά έπιπλα και έξυπνες συσκευές / Μα εγώ το μόνο που διεκδικώ / είναι ένα παράθυρο στην φθινοπωρινή βροχή / και μια καρδιά που πάλλεται από αγάπη» (Παράθυρο στη βροχή, σελ. 11).

Η μνήμη κωδικοποιείται και αποκωδικοποιείται με λέξεις, γράφει ο Νίκος, «Απόψε οι λέξεις ζώστηκαν / τα άρματα των ηττημένων / για να χαλάσουν τον ύπνο / όσων βιάστηκαν να μιλήσουν / για το τέλος της ιστορίας / … / τραγούδια ελευθερίας / απ’ αυτά που ψιθυρίζουν / όσοι πέρασαν / από φωτιά κι από σίδερο» (Εξεγερμένες λέξεις, σελ. 39).Τις λέξεις τις οποίες συλλέγει ο Νίκος γράφοντας «Μαζεύω τις λέξεις μου / μέχρι τον επόμενο κατακλυσμό» (Κιβωτός, σελ. 45), καθώς «Κάθε φορά που απελπιζόμαστε / έρχεται η βροχή να μας θυμίσει / πως οι δρόμοι γίνονται ποτάμια» (Όταν ανοίγουν οι ουρανοί, σελ. 44), ή πως «Η καταιγίδα ξεσπά / Τα δάκρυα ανεβαίνουν στα μάτια / οι κραυγές γίνονται λέξεις και οι λέξεις στίχοι / Ένα ποίημα είναι ένα γράμμα / από την κόλαση» (Ένα ποίημα είναι ένα γράμμα απ’ την κόλαση, σελ. 33-34). Όταν δεν υπάρχουν «οι σιωπές μας συνωμοτούν / στις στέγες των σπιτιών / και περιμένουν τον επόμενο Δεκέμβρη» (Γκρίζος ορίζοντας, σελ. 51).

Η μνήμη αναδύεται στα όνειρα, ή όπως έλεγε ο Φρόιντ στο βιβλίο η Ερμηνεία των ονείρων, η μνήμη αποτελεί το υλικό του ονείρου. Έτσι, για το Νίκο, «Μόνο στα όνειρα του όλα ζωντάνευαν / αλλά πριν ξημερώσει / κείτονταν γύρω του νεκρά / … / Όταν τον εγκατέλειψε η μνήμη του / ήξερε ότι πια δεν ανήκει σε αυτόν τον κόσμο / Περιφερόταν σ’ ένα σκοτεινό λαβύρινθο / μέχρι που πέρασε στην απέναντι όχθη» (Σκοτεινός λαβύρινθος, σελ. 36) ή στο ποίημα Αυλαία (σελ. 28) «Η μνήμη πέθανε / τα φώτα έσβησαν / Αυλαία». Να θυμόμαστε λοιπόν, για να μπορούμε να ονειρευόμαστε, να μπορούμε να σκεφτόμαστε την ουτοπία και να μην γινόμαστε βορά στον κυρίαρχο λόγο και στον αντίπαλο. Γιατί αν θυμόμαστε, τα όνειρα «γεννιούνται ξανά και ξανά / χιλιάδες φορές / μέχρι να γίνουν το αύριο που περιμένουμε» (Για τα τριαντάφυλλα που δεν φύτρωσαν ποτέ, σελ. 31-32). «Άλλωστε έχουμε / κάτι ανοιχτούς λογαριασμούς με την ιστορία / και όσο αναπνέουμε / τίποτα δεν έχει τελειώσει» (Ανοιχτοί λογαριασμοί, σελ. 52). Και τότε «θα έχουμε τελειώσει / με όλα αυτά που μας πνίγουν / και το παρόν θα είναι / ένας μισοξεχασμένος εφιάλτης / … / Τότε, οι λέξεις θα αποκτήσουν / ξανά το νόημα τους / και το βλέμμα μας θα χάνεται / σε μια απέραντη γαλήνια θάλασσα» (Μακρινή στεριά, σελ. 10). Μέχρι τότε ας κρατήσουμε τα λόγια του Σάμουελ Μπέκετ «Πάντα προσπάθεια. Πάντα αποτυχία. Δεν πειράζει. Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα» ή με τα λόγια του Λένιν «να αρχίζει κανείς πάλι από την αρχή» τότε δεν θα υπάρχει πια χώρος στην απόγνωση.

 

Φάνης Παπαγεωργίου