Ανάγλυφη

Ήταν άγαλμα. Σε ένα γυάλινο πλέγμα ένιωθε χέρια γνώριμα να ταράσσουν τους σφυγμούς της. Ήταν άγαλμα και γυρνούσε κοντά τους, σε ένα άκαμπτο σπίτι, ο πατέρας, η μητέρα και κάποιος άντρας νέος, αδελφός μάλλον. Γερός και σωματώδης, με ευκίνητα χέρια. Όταν του σέρβιρε το μεσημεριανό εκείνος συνήθιζε να σφίγγει τα δάχτυλά της πάνω στο πιάτο. Ακουγόταν το κρακ κρακ των μικρών οστών που περιβάλλονταν από ζωντανό δέρμα. Εύθραυστο δέρμα πορσελάνης κι αυτό ραγισμένο. Κάτω από το στρωμένο τραπέζι η φωνή της ανάσαινε, παγιδευμένη στους μίσχους των λουλουδιών. Ο πόνος πίεζε τις χορδές του εγκεφάλου κι εκείνες πάλλονταν μες στην ησυχία. Στάλες –στάλες οι σκιές, στόλιζαν τους τοίχους.

 

              Θαλπωρή

Έλα εδώ, της είπα, έλα εδώ κοντά σ’ αυτή τη γωνιά, κοντά μου. Τι γυρεύεις, της είπα, τι γυρεύεις πάνω στα κρύα πλακάκια, σ’ αυτές τις τροχιές που σε βάθος ορίζοντα ίδιες. Στατικό πλαίσιο, γνωστή, μακρινή χώρα. Αυτές οι γραμμές προέκτασή σου. Νομοτελειακά πάντα. Σ’ αυτό το ίδιο χώρισμα πάντα. Απ’ την αρχή ξεκινώντας, διαγράφοντας μια τροχιά που νομίζεις δική σου, επιστρέφοντας στα γνώριμα μέρη, σε βάθος ορίζοντα πλάτος ίδιο. Έλα εδώ στη γνωστή γωνιά, στο φιλόξενο σχήμα του αγκώνα. Ένα σοφό πλαίσιο, μια κρύπτη για το λάφυρο της ζωής σου. Ζωντανή έλα. Κρύψου. Σε βάθος ορίζοντα παντού το ίδιο.

 

Έλενα Πολυγένη, Ανάγλυφη, Ρώμη 2021