Η γειτονιά μιλούσε οι συμμαθητές μιλούσαν πηγαίναμε ενισχυτική καπνίζοντας τσιμπούκια στο δρόμο και την άλλη μέρα στην αυλή του Λυκείου με το ακορντεόν στην στάση των μαθημάτων να παίζει Μπρέγκοβιτς και Λοΐζο και το βράδυ Doors και μέταλ στα ηχεία, κοροϊδεύαμε τις σημαίες στα μπαλκόνια των εντοιχισμένων της δυστυχίας, στο ασανσέρ ανέβαινα με τον γείτονα και του ‘λεγα αν ντύθηκε Έλληνας για τις απόκριες κι οι εκθεσάδες μάς μαθαίναν παπαγαλία την δημοκρατία με μπούλετς, αλλά εκείνο τον Δεκέμβρη είπαμε κατάληψη κι ήταν κατάληψη και στάλθηκε sms να φορεθούν μαύρα ρούχα και να βγούμε στον δρόμο και πήγαμε με τους φίλους μας που τους πιάσαν αλλά εμάς όχι, πρόσεχα το θρανίο μου κάθε μέρα με τα σχεδιάσματα γκράφιτι Νεφέλη και Λάουρα και θύρα 1 κι ένα ποίημα του Καββαδία που προσπαθούσα την τελευταία βδομάδα να γράψω μια παραλλαγή του για να μοιάζει δικό μου για να μου πεις Πέτρο είναι πολύ όμορφο, φορούσες τα μαύρα ρούχα και κατεβήκαμε ελπίζοντας να ‘χει φωτιές και εκδίκηση θα πηγαίναμε σινεμά αλλά σινεμά ήταν οι δρόμοι και παίζανε Το Μίσος για δεύτερη φορά και μετά στο πάρκο και μετά την άλλη μέρα πάλι στις φωτιές, αλλά εμάς δεν μας πιάσαν είμαστε η γενιά της εξέγερσης του ‘08 που μας λέγανε γενιά του τυφλού μίσους και ανερχόμενη γενιά των μικροαστών των απολαύσεων, εσύ κόρη στρατιωτικού που καπνίζει περιμένοντας στο μπαλκόνι κι εγώ γιος του καθηγητή μας που κάπνιζε με την παρέα σου στο διάλειμμα – ε ναι λοιπόν είμαστε εμείς και σκοτώσαν έναν από μας.