Απόψε φτάσαν ως εδώ φαντάσματα λύκων πιο παλαιών και από μένα, νόμιζα δεν θα τους ξανάβλεπα, ήρθαν μέσα από τα χαλάσματα ετούτου του σπιτιού, ωχροί στην όψη και θανατεροί, δική μου όμως φύτρα και γενιά κι αρχίσανε το παραμύθι το αρχαίο να μου λεν, σαν τότε που μικρό παιδί, στη σκοτεινή σπηλιά μας τρέμοντας, δράκους – ανθρώπους φανταζόμουν κι έκλαιγα μη με κατασπαράξουν στην άγνοιά τους μέσα, κι ήταν η όμορφη ιστορία βάλσαμο και ύπνος ερχόταν και μ’ έπαιρνε στης μάνας μου την αγκαλιά – ο Μόγλης μου… »
μονολογούσε ο Λύκος κι έγειρε να κοιμηθεί
τον ύπνο τον μοναχικό και ατελείωτο
της νύχτας των ανθρώπων.
***
Πρώτα ήταν μια μικρή βουή μα όσο αφουγκραζόταν να την εννοήσει, να ερμηνεύσει τα ακατάληπτα λόγια, τόσο αυτή μεγάλωνε. Κι έπειτα έγινε ίδιος βρυχηθμός που ξεπηδούσε από τα έγκατα της γης, λες και θηρίο αγριεμένο πάλευε να βγει στην επιφάνεια κάνοντας ρήγμα βαθύ.
«Πώς θάβουν τα ποτάμια τους στην πόλη των ανθρώπων!»
ο Λύκος μονολόγησε
κοιτάζοντας το λιγοστό νεράκι
που λίμναζε λερό
στο ρείθρο πλάι του δρόμου
Διώνη Δημητριάδου
φωτογραφία, Sylvia Plachy