ΔΥΟ ΔΟΚΑΡΙΑ

Αναμονή

αυτό το αγύριστο κεφάλι

με το επιληπτικό της φρύδι

να μαστιγώνει τον χρόνο

Ελπίδα

αυτή η ελεγεία σε πάλκο

που παίζει πάντα τελευταία

τα κάλπικά της  ρέστα  στο σινάφι

περιμένοντας το κίτρινο φύλλο

που επιπλέει στο νερό

ξαφνικά να πρασινίσει.

Αποστρέφομαι την άπνοια του Αυγούστου

όπου ξελεπιάζει στο βλέμμα μου η αγάπη

και γίνεται απόλυτος αριθμός ανάμεσα σε δύο δοκάρια

άλλοτε στηρίζεται

και άλλοτε βαράει καρφιά με το κεφάλι.

Καθώς η τελευταία μου εκπνοή ασθμαίνει

πεισμώνοντας τις κατηφόρες

σκορπίζομαι στο πρώτο τσαλάκωμα

σαν διασπώμενη σακούλα.

Αποτέφρωση η λαχτάρα μου για ζωή κι αλάτι

οίστρος του ήλιου ντάλα μεσημέρι

οίστρος στους λοβούς το λάλημα του ανέμου.

Γιατί με περιπαίζετε

που κουβαλώ δύο ανηφόρες

ενώ η καρδιά μου ορέγεται έναν δικό της κρότο.