Η
συνήθεια του ταξιδιωτικού ημερολογίου

Μόλις
η θλίψη βαρύνει το σώμα

όπως
το γάλα βαραίνει το στήθος

μια
ταξιδιώτισσα βγαίνει στον δρόμο.

Ι.

Ο
Ιρανός ποιητής τραγουδάει τον έρωτα,

τον
ακούν οι γυναίκες

με
τα χείλη ανοιχτά.

Τα
ντιβάνια του είναι τριαντάφυλλα,

αηδόνια,
λερωμένα σεντόνια

και
το κορίτσι καταπράσινο στη νεότητά του.

Σήμερα
η κρύπτη θα παραμείνει κλειστή.

Καλοί
καθολικοί θα δέχονται την όστια

σε
ορθάνοιχτα στόματα.

Η
μέρα γίνεται βροχερή -όχι όμως τόσο-

στον
αγώνα δρόμου δεν χωρά αναβολή.

Ο
καφές που καίει

το
γάλα που ξεχάστηκε στο μπακάλικο

κι
εμείς

να
συζητάμε για έναν νεκρό από καιρό
ανθρωπισμό

όσο
οι γάτες κοιμούνται στις γωνιές τους.

Έτσι
καταλαβαίνεις κάθε χρόνο πως μπαίνουν
τα κρύα

σε
μια πόλη κόκκινη, του Αγίου Διονύσου.

ΙΙ.

Το
Παρίσι, ένας σωρός από τυρί και κουλτούρα,

μια
ατελείωτη αίθουσα τέχνης

-αν
τυχόν της ξύσεις τους τοίχους

από
πίσω υγρασία και μούχλα-

όπου
εγώ διασκεδάζω με την κοιλιά γεμάτη
τυρί,

το
κεφάλι στραμμένο σ’ ένα φως

που
το νομίζω φυσικό αλλά τελικά με παραπλανά,

φάρος
χτισμένος πάνω σε ξέρες

κι
εγώ ξεκοιλιασμένο καράβι

να
χύνονται από τα πλευρά μου ναύτες κι
εμπορεύματα

κι
εγώ ξεκοιλιασμένο καράβι

με
ένα αγαλμάτινο χαμόγελο χαραγμένο στα
χείλη

ταΐζω
τη φαντασία μου με τις λιωμένες σάρκες
του Μπέηκον

με
την αγριότητα της δικής του φαντασίας

με
τη μορφή του δικού του αυτόχειρα εραστή

που
δεν πνίγεται στον Σηκουάνα τον μήνα του
Αθύρ αλλά

καταπίνει
βαρβιτουρικά σ’ ένα δωμάτιο παριζιάνικου
ξενοδοχείου

θύμα
τροχαίου που εγκαταλείπεται στην άσφαλτο

σφαδάζεις
και αναβρύζεις αίμα σε αυτή την πόλη

γιατί
σου φαίνεται πως εκεί κρύβεται η αλήθεια
της,

εκεί
και στους μηχανικούς ήχους· στις
κλειδώσεις

των
οχημάτων, στις πόρτες του μετρό που
κλείνουν.

ΙΙΙ.

Το
αυτί μου συνηθίζει στις ξένες λέξεις

με
μια αίσθηση οικειότητας

που
δεν έχει τίποτα κοινό με την κατανόηση.

Μόλις
χθες έβλεπα τσολιάδες να φτύνουν

κουκούτσια
ελιάς σ’ έναν ρυθμό πιο γρήγορο

από
τις φωτογραφίες που τραβούσαν οι
τουρίστες.

Σ’
ένα τοπίο που τώρα μοιάζει με πίνακα

μια
τίγρη παραμονεύει πίσω από τα χόρτα

και
το χωνάκι με τα κάστανα μου πέφτει από
τα χέρια

μόλις
η αξίνα χτυπήσει στον κίονα.

Όλα
αυτά για να μην ξεχάσω

πως
σήμερα είναι εθνική επέτειος σε άλλη
χώρα

χωρίς
εγώ να έχω πιστέψει σε παρελάσεις

κάτω
από βροχή, όχι όπως πιστεύω στο λευκό
τραπέζι,

εδώ
όπου πάνω γράφω

εδώ
όπου νόημα αποκτούν τα χρώματα

και
όπου γεννιέται μέσα μου μια στοργή

για
όσους πηγαίνουν από το σχήμα προς το
χρώμα.

Όταν
μου δώσουν το κουτί, γνωρίζω

προτού
να ξετυλίξω την κόκκινη κορδέλα

πως
μέσα του θα βρω απομεινάρια από ένα
αυτί.

ΙV.

Το
κρύο τσουχτερό

κολλάει
στο μάγουλο μου σαν τσιρότο.

-ποιός
ψαρεύει στον Σηκουάνα αυτές τις μέρες;-

Ο
σερβιτόρος βγάζει τα λέπια από ένα ψάρι

γαλλικό
όσο και το εστιατόριο

μόνο
εγώ κατά τύχη από ξένο τόπο

και
ο Σεφέρης με το αγαλμάτινο κεφάλι
παραμάσχαλα

στο
πλάι του ο άγιος Διονύσιος κρατώντας
το δικό του

κεφάλια
και σώματα ανάκατα, αταίριαστα

και
αραδιασμένα πάνω στο τραπέζι

ένα
παιχνίδι που θα μπορούσα να είχα παίξει
ως παιδί.

Αν
αφηνόμουν στο λευκό της τσαγιέρας

όπως
ο άνθρωπος της πορσελάνης

– η
νεότητα έχει το χρώμα του αχλαδιού-

αν
αφηνόμουν στο λευκό του φλιτζανιού

ίσως
τα πράγματα να ήταν διαφορετικά.

Αντί
γι’ αυτό δοκιμάζω ψεύτικα μουστάκια
στo WC

ηθοποιός
ανάμεσα σε δύο πράξεις

ενώ
ο άνθρωπος της πορσελάνης χάνεται

στις
μεγάλες λεωφόρους που απλώνονται

φωτισμένες
μπροστά μου.

Παίρνω
ένα καβαλέτο και φεύγω

αναζητώντας
ένα φως φυσικό,

το
παιχνίδι του ήλιου πάνω στα φύλλα,

τον
αέρα που μου χαϊδεύει το σβέρκο

και
μου σηκώνει τη φούστα.

Πιο
όμορφα σύννεφα δεν είδα ποτέ.