Μάθημα
Πρώτο
Διείσδυσε
για τα καλά σ’ αυτό
το βάθος
Η
άγρια φύση είναι
ο ανοιχτός χώρος η πιθανότητα
του γδαρμένου
Δέρματος
του λαγού ή ουρά αλεπούς ακουμπισμένη
στο ζεστό
μέτωπο
Πρέπει
να στραφείς γύρω σου
Κόψε
το μαύρο αγκάθι, το λούπινο και την
περικοκλάδα του αγρού
Σε
λίγο κάπου θα ξαπλώσεις
όταν
φουντώσει ο ύπνος θυμήσου
το
μαλακό σώμα εφαρμόζει
οι τοίχοι στραγγίζουν
από ανία
Ο
ξιφίας κόβει το ασημί νερό
Απαρατήρητος
σ’ αυτό το περιβάλλον αφήνεις να σε
κυριεύσουν
τα
πνεύματα της Αμερικής
Και
όλα εκείνα τα λόγια που γεύτηκες
σου
κάνουν κακό.
***
Κρατάς
την αναπνοή κάπου βαθιά στη ρίζα ρουφάς
χορταστικά
άφθονα
την αφομοιώνεις μαζί με το έδαφος στην
ίδια την ταπεινότητα
Ποτίζεις
σαν ζώο
Κρύβεις
σαν όνομα
Παλιά
την κουβαλούσες με ηχηρά σύμφωνα που
χτυπούσαν στο σμάλτο
Τώρα
την κλείδωσες σαν μυστικό.
στο
λιμάνι σκύβεις από τα κάγκελα με μολυβένιο
χέρι απειλώντας την αντανάκλαση
πάραυτα
συμπεραίνεις πως το πρόσωπο εκείνο
ανήκει σε άλλον
κι
ότι αυτό που βλέπεις είναι μόλις κάποια
εισβολή στο θέαμα
Κάποιος
επιβλήθηκε στην τελική τάξη πραγμάτων
Και
τίποτε να κάνεις δεν μπορείς.
Κρατάς
την αναπνοή κάπου βαθιά μέσα σου αφήνεις
να πέσουν
να
περάσουν στην παλάμη
και
απορείς που έχεις το σώμα που κατέχεις
το
όνομα που σε κουβαλάει
Πάντοτε
άγρια διψασμένο.
Πού
θα ξαπλώσεις το πουλί που κατάπιες
Στο
οποίο θα επιστρέψεις όταν τα παρατήσεις
θυμήσου,
όλα εξαρτώνται από τον ρυθμό που περπατάς
από
τη δίψα που απειλεί με αποσύνθεση
και
μετά το σώμα σε αφήνει σε άλλα μέρη
κι
επιτέλους μπορείς να ξαποστάσεις εκεί
Απ΄
όπου για καιρό δραπέτευες.
***
Πρέπει να
κουρδίζεις την ψυχή κάθε μέρα
να κουρδίζεις
το χειμώνα με την ησυχία των λέξεων
αυτό το αδέξιο
παγωμένο σκουντούφλημα στους ήχους.
το τρένο από
κάπου φέρνει κορμιά κι εκείνα σέρνονται
με το βάρος τους
προς το
ποτάμι, προς τα πέρατα
πιάνουν την
αντανάκλαση του μολυβένιου εδάφους
και εξαφανίζονται
στα δεύτερά τους σώματα
σε ζεστές
μορφές
σε χώρους
τους οποίους καμπύλωναν προς το μέρος
τους
εκεί όπου
έλαμψε η
σκέψη στο μαξιλάρι
έραψαν τα
παράθυρα
έπεσε η νύχτα
σαν τα ψάρια στην επιφάνεια της λίμνης
για να
υποδεχτείς την άλλη απόχρωση του σκότους
τα ίχνη
των προβολέων τασκορπισμένα
στην επιμονή των τοίχων
την μόνιμη
ζωντάνια στα μάτια εκείνου που δεν
μπορεί να κοιμηθεί
στα πέρατα
το γεγονός συμβαίνει και η πόλη ονειρεύεται
τη θέση του ρήγματος
όπου όλα τα
σχήματα γίνονται μία σάρκα
σαν κύβος
ζάχαρης που αναβάλλει τη γλύκα
έτσι κι η
πόλη αρνείται να ενεργήσει απότομα
όλο κάτι σου
φαίνεται, εσένα που δεν μπορείς να
κοιμηθείς
τώρα οι
προβολείς είναι εικόνες χτύπου, σταξίματος
του ζωντανού
εκείνου που ρέει μέσα σου
που κυλά έξω
στο στόμα του ψαριού στο σώμα της λίμνης
για να βολευτεί
επιτέλους και να κοιμηθεί.
χειμώνας.
Το χωράφι
εκτείνεται σαν γυάλινη επιφάνεια χωρίς
τέλος. Η λευκή πλάκα φτάνει εκεί όπου
ενώνεται ο ουρανός με το έδαφος.
Εκεί όπου τα
μάτια προσαρμόζονται στο φως, πεθαίνει
ο ουρανός. Ο ουρανός πνίγεται κορεσμένος
από την προσομοίωση
υγρή η αναπνοή
μας κι έπειτα ατμός.
Πάρε με από
το χέρι. Αδερφή μου, πάρε με από το χέρι!
Όσα της
αφθονίας πάμε να κάνουμε με τους άντρες
μας δεν είναι πια τρυφερότητα
Εκείνο το
μεγαλοπρεπές που κοσκινίζουμε στα
παιδιά είναι απλώς σκοτάδι. Μερικές
φορές ενεργώ μόνο για τον όλεθρο, άλλοτε
πάλι η ερημιά μετατρέπεται σε πάχνη
και τήκεται
στη φλούδα
Έργο διαβόλου.