Εξοικειώνοντας
(με) το υποκείμενο: σύντομες σκέψεις για
το βιβλίο του Γιώργου Κτενά «Εγχειρίδιο
του καθημερινού αντάρτη πόλης», εκδ.
Ισηγορία 2019.
Τα
υποκείμενα, οι άνθρωποι που μας
περιτριγυρίζουν, εκείνοι και εκείνες
που ζουν μαζί μας, οι φίλοι μας και οι
φίλες μας, εμείς οι ίδιοι, εμφανιζόμαστε
τόσο διάφανοι και οικείοι μεταξύ μας,
τόσο κρυστάλλινοι στο επίπεδο του
συγκεκριμένου! Κι όμως τόσο ανοίκειο,
οι ίδιοι άνθρωποι, όταν μιλάμε αφηρημένα,
ή όταν μιλάμε μέσα από την ανοικειωτική
τεχνοκρατία των κοινωνικών επιστημών,
ή ακόμα κι όταν εμείς οι ίδιοι και οι
ίδιες μιλάμε για το κοινωνικό γίγνεσθαι,
τα κοινωνικά κινήματα, τον τρόπο ζωής
ή τους τρόπους που εμφανίζονται οι
άνθρωποι σαν αθροίσματα, σύνολα ή μέσοι
όροι. Τα επεξηγηματικά νοητικά μας
εργαλεία σκοντάφτουν συνεχώς στην
κίνηση μεταξύ συγκεκριμένου και
αφηρημένου, ανήμπορα να ολοκληρώσουν
τη διαλεκτική κίνηση. Να κοιτάζουμε
μόνο αφηρημένα βλέποντας έννοιες όπως
(αστική) ηγεμονία, κυριαρχία, βιοπολιτική,
κυβερνησιμότητα κ.α. και παράγοντας
επιστήμη και φιλοσοφία; Να κοιτάζουμε
μόνο συγκεκριμένα βλέποντας τους
ανθρώπους μας και προσπαθώντας να
εξηγήσουμε μεμονωμένα, βλέποντας άτομα
και έννοιες όπως ατομική ηθική, ευθύνη
κλπ, αντί-ηγεμονία και εντοπίζοντας
χαραμάδες πολιτικής, ή χαραμάδες ανάδυσης
του πολιτικού, παρά τον εμπειρισμό του
υποκειμένου που φέρει στο εσωτερικό
της, αυτή η ματιά.
Ο
Γιώργος με το βιβλίο του επιλέγει να
κάνει το δεύτερο. Προσπαθεί να
συστηματοποιήσει τον οδηγό καθημερινότητας
εκείνον που και θα πείθει τον διπλανό
και την διπλανή, και θα μπορεί να
συγκρούεται με τον κυρίαρχο τρόπο ζωής
και τον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο
παραγωγής και θα μπορεί να φτιάχνει
εκείνον τον χάρτη πρακτικών που θα
γεμίζουν «πραγματικά» τη ζωή. Προσπαθεί
να επαναφέρει τον άνθρωπο και την
ανθρώπινη φύση στο επίκεντρο, απέναντι
στη θεωρία που «υποβαθμίζοντας το σε
απλή μονάδα κατανάλωσης, μέρος μιας
ανυπόφορης θεωρίας αριθμών το απομακρύνει
από την ίδια του τη φύση, που είναι
κοινωνική». Επιχειρεί με άλλα λόγια, να
καταστήσει την ζωή ξανά οικεία, που
σημαίνει να την επαναφέρει στην απλότητα
της και άρα στα στοιχεία που την ορίζουν
οντολογικά, αν πρώτα έχουμε υποθέσει
ότι υπάρχουν αυτά. Και διαυγάζοντας το
υποκείμενο, διαυγάζεται και η ουτοπία.
Για τον Κτενά «το μέλλον συνδέεται με
την ουτοπία, ακριβώς ως αποτέλεσμα του
ριζικού φαντασιακού της ίδιας της
ατομικής ψυχής που μπορεί να γίνει και,
τελικά γίνεται, συλλογική».
Για
τον Γκράμσι, «η φιλοσοφία της κυρίαρχης
τάξης περνά διαμέσου ενός πλήρους ιστού
σύνθετων εκλαϊκεύσεων που εμφανίζεται
ως «κοινή λογική»: αυτό είναι η φιλοσοφία
των μαζών, που αποδέχονται την ηθική,
τα έθιμα, την θεσμοποιημένη συμπεριφορά
της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν».
Απέναντι στις κλασσικές Γκραμσιανές
αριστερές προσεγγίσεις, στις οποίες ο
διανοούμενος και ηθικός μεταρρυθμιστής
είναι το κόμμα, η νέα ηθική και πολιτική
προκύπτει, στο βιβλίο του Γιώργου από
«το σήμα που δίνουν τα κοινωνικά κινήματα
για την αυτοθέσμιση και την αυτοοργάνωση,
χωρίς να επιδιώκουν να εκφράσουν την
κοινωνία, αλλά προσπαθώντας να εκφραστούν
μέσα από αυτήν,….[ενώ] «η αλλαγή πρέπει
να είναι αποφασιστική, αντιηγεμονική
και αυτοθεσμισμένη, προκειμένου να
δημιουργηθεί το νέο κοινωνικό φαντασιακό
που έχουμε ανάγκη. Η ριζική φαντασία
δεν μπορεί να είναι ούτε εξωχρονική
ούτε εξωκοινωνική, γιατί δεν μπορεί να
υπάρξει κοινωνικό ιστορικό χωρίς
άνθρωπο». Ο Κτενάς πιστός στο πρώιμο
ρομαντισμό προσπαθεί για την ενότητα
του στοχασμού και της πράξης, γινόμενος
η ενότητα του υποκειμένου που στοχάζεται
τον κόσμο και που μέσα από την πράξη του
προσπαθεί να τον μεταβάλει.. Μας λέει:
«ένας σίγουρος τρόπος για να αντιπαρατεθούμε
στα ίσια με την κρίση του πολιτισμού,
που προηγείται της οικονομικής είναι
να παραμείνουμε δημιουργικοί. Να μην
αφήσουμε τις ζωές μας στις δαγκάνες
αιτίου αιτιατού, αποζητώντας αποτελέσματα
στις πράξεις. Αλλά να δρούμε απλώς για
να είμαστε συνδημιουργοί του κοινωνικού,
χωρίς να υποτασσόμαστε σε μια γενική
ιδέα». Άλλωστε, τα υστερονεωτερικά
κινήματα, όπως αυτά αρθρώθηκαν κυρίως
μέσα στους αγώνες για μια άλλη
παγκοσμιοποίηση συνυφάνθηκαν με
απόπειρες υπέρβασης της ηγεμονίας ως
τέτοιας στην κατεύθυνση μίας ριζωματικής
«απόλυτης δημοκρατίας» ή μίας οριζόντιας
συνάρθρωσης αυτοοργανωμένων, αντιιεραρχικών
χώρων που επιζητούντη ρήξη με τον
κρατισμό, τις «κάθετες» εξουσιαστικές
δομές, τους αποκλεισμούς, την αντιπροσώπευση
και τις ολιστικές, μονολογικές κλίσεις
του ηγεμονικού αστερισμού (Κατσαμπέκης
2011).
Η
ηθική και ο τρόπος ζωής γίνονται ένα
για τον Κτενά, καθώς, «κάθε μέρα με τον
τρόπο ζωής μας πρέπει να ψηφίζουμε». Η
επίκληση της ατομικής ευθύνης στη βάση
μιας ηθικής που έχει επίκεντρο τον
άνθρωπο και επομένως τίθεται απέναντι
στην εκμετάλλευση και τον καπιταλιστικό
τρόπο παραγωγής κινείται σε διάφορα
επίπεδα και συγκροτείται γύρω από
έννοιες όπως απο-ανάπτυξη και
αντί-καταναλωτισμός, ο δημόσιος χώρος
και η κλιματική αλλαγή, αφιερώνοντας
για αυτά τουλάχιστον ένα κεφάλαιο στο
οποίο ενυπάρχουν έννοιες πιο σύνθετες
όπως η από-ανάπτυξη, αλλά και συμβουλές
πιο πρακτικές όπως η επανάχρηση, η μείωση
απορριμάτων κλπ. Ακόμα, μας εισάγει
στους υπερρεαλιστές και τη σημασία τους
και στην προσπάθεια τους «να αποδώσουν
μια υπερπραγματικότητα μέσα από την
ανατροπή του κατεστημένου και της
καθημερινότητας» ή επιστρέφει στις
ρίζες και στη λαϊκότητα εντοπίζοντας
στον Καραγκιόζη εκείνον «τον επαναστάτη
και ανυπάκουο με διαχρονικά όνειρα για
ελεύθερη και καλύτερη ζωή». Αλλού μας
συνιστά εγρήγορση καθότι η ανθρώπινη
φύση μπορεί να κάνει το καλύτερο, αλλά
μπορεί να κάνει και το χειρότερο, λέει
λοιπόν: «το λυσσασμένο σκυλί του φασισμού
είναι μέσα μας και η μάχη για να μείνει
δεμένο με γερή αλυσίδα είναι καθημερινή
και μας αφορά όλους μας». Η εγρήγορση
εκτείνεται και στα πολιτιστικά αντικείμενα
που παράγονται στον μετά-νεωτερικό
καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Πρέπει
να καιροφυλακτούμε, σύμφωνα με τον
Γιώργο, στα παραγόμενα αγαθά της κυρίαρχης
ιδεολογίας καθώς βασικός τους ρόλος
είναι η εμπέδωση της κυριαρχίας. Λέει:
«πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί
στα αντικείμενα πνευματικής όξυνσης
και εμβάθυνσης, στα αναγνώσματα». Η
αντι-ηγεμονία πρέπει να συνδυάζει την
πονηριά της αλεπούς για να μην πέφτει
σε παγίδες και την δύναμη του λιονταριού
για να διώχνει τους λύκους.
Για
ότι δεν έχει συμβεί ακόμα ευθύνεται και
η κοινωνία, καθώς δεν έχει σταθεί στο
ύψος των καθηκόντων, των ευθυνών και
της απαιτούμενης ηθικής, γράφει ο Κτενάς:
«πρέπει να πάψουμε να δικαιολογούμε
τον λαό για τις πράξεις του … και να
έρθουμε σε αντίθεση με τον κυρίαρχο
κομματικό λόγο που παρουσιάζει ως σοφό,
έναν ανήλικο και ανώριμο πολιτικά λαό».
Σε κάθε περίπτωση, οι αγώνες μπορούν να
είναι πετυχημένοι, εμπνέοντας τις
υπάλληλες τάξεις, όπως εκείνο της
Coca–Cola
για το οποίο ο Γιώργος αφιερώνει ένα
κεφάλαιο.
Ο
έρωτας, το τελευταίο από τα μεγάλα πεδία
του υπαρκτού για τον Badiou,
δεν θα μπορούσε να λείπει από τα γραπτά
του Κτενά. Προϋποθέτει ωστόσο, μια
διαδικασία, η οποία τοποθετείται απέναντι
στην κυρίαρχη και την αγοραία πρόσληψη
του έρωτα, αντίστοιχη με αυτή του occupy
love
του Ζακ Ρανσιέρ. Γράφει ο Κτενάς: «για
να ερωτευθούμε κάτι πρέπει να το
γνωρίσουμε πολύ καλά. Εκτός αν ερωτευόμαστε
αντικείμενα. Μόλις τον/την γνωρίσουμε
αυτό που μέχρι τώρα δεν είχε σχήμα,
παίρνει σχήμα και μορφή». Ταυτόχρονα
εξυμνεί την γυναίκα, καθιστώντας τον
ύμνο καθ’ αυτόν ένα βήμα αντισεξιστικό,
καθώς μιλάει για την οντολογική
επαναστατική φύση της γυναίκας. Στο
αφήγημα για τον έρωτα βρίσκουμε διάσπαρτες
αλλά εκτενείς αναφορές σε ένα Θεό άλλο
από αυτόν που ξέρουμε μέχρι τώρα, έναν
Θεό εμμενή, με την Σπινοζική έννοια.
Γράφει: «ο Θεός είναι η πρωταρχική
κοσμική ενέργεια, η ακεραιότητα του
χαρακτήρα, η φύση γύρω μας, ο έρωτας στο
κορμί». Αλλά τοoccupy
love
βρίσκεται πριν το καθολικό occupy
everything,
αυτόν τον από άκρου σε άκρο στοχασμό με
κριτική διάθεση ακόμα και στην ίδια
συνθήκη της ύπαρξης, γι’ αυτό γράφει ο
Γιώργος, «γατί το μέλλον είναι καταχρεωμένο
χωρίς κριτική και ανατροπή του κυρίαρχου
φαντασιακού που αφορά την θέσμιση, την
ανάθεση, τον κρατισμό». Το βιβλίο αυτό
πρέπει να συμπληρωθεί με τη στροφή του
ποιήματος του Μιχάλη Κάτσαρου Η
διαθήκη μου:
Ἀντισταθεῖτε
στὶς ὑπηρεσίες τῶν ἀλλοδαπῶν
καὶ
διαβατηρίων
στὶς φοβερὲς σημαῖες
τῶν κρατῶν καὶ τὴ
διπλωματία
στὰ
ἐργοστάσια πολεμικῶν ὑλῶν
σ᾿ αὐτοὺς
ποὺ λένε λυρισμὸ τὰ ὡραῖα λόγια
στὰ
θούρια
στὰ γλυκερὰ τραγούδια μὲ τοὺς
θρήνους
στοὺς θεατὲς
στὸν ἄνεμο
σ᾿
ὅλους τοὺς ἀδιάφορους καὶ τοὺς σοφοὺς
στοὺς ἄλλους ποὺ κάνουνε τὸ φίλο
σας
ὡς
καὶ σὲ μένα, σὲ μένα ἀκόμα ποὺ σᾶς
ἱστορῶ
ἀντισταθεῖτε.
Τότε
μπορεῖ βέβαιοι νὰ περάσουμε πρὸς τὴν
Ἐλευθερία.
Κι
αν διαβαστεί μέσα από αυτό το πρίσμα,
το πρίσμα του ατελεύτητου φαντασιακού
της κοινωνίας θα μπορέσει ενδεχομένως
να ανοίξει μια ρωγμή,
κάτι κρίσιμο, ιδιαίτερα σήμερα, που
διερχόμαστε καιρούς μεταπολιτικούς,
καιρούς μεταδημοκρατικούς, και όπου η
αναζήτηση μιας ρωγμής στο σώμα της
ορθολογι(στι)κής συναίνεσης, προβάλλει
ως το εμφατικά ζητούμενο, όπως εύστοχα
σημειώνει και ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής
(2011). Ή έστω θα μπορέσει να εκφράσει την
αγωνία για την ρωγμή, την
αγωνία για την καθημερινή πολιτικοποίηση
της ζωής, την αγωνία για την ουτοπία, σε
ένα συνεχές προτσές. Την ουτοπία δηλαδή,
όπως αυτή φαίνεται μέσα από τα λόγια
του εξαιρετικού Στέφανου Ροζάνη – από
το βιβλίο Η
ουτοπία και οι εικόνες της
– «η ουτοπία δεν είναι εικόνες φαντασιακής
εκπλήρωσης του παρελθόντος. Είναι μια
διαρκής εξεγερτική κατάφαση του μη
δυνάμενου να ολοκληρωθεί και μαζί μια
απόλυτη πίστη σε αυτό, μια γοητεία που
ωθεί την ψυχή να οραματίζεται και να
προαναγγέλλει το λανθάνον μέσα στο
πραγματικό, το λανθάνον ως δυναμική
ενός “καθ’ οδόν” προς τον κόσμο».