OOράσιο Καστίγιο και η τέχνη της
ποίησης

Ο Αργεντίνος ποιητής Οράσιο Καστίγιο (1939-2010), υπήρξε ένας
ποιητής που δεν δίστασε να αποκαλύψει τις ‘γυμνές’ αλήθειες της ζωής. Η δική
του ζωή υπήρξε συνυφασμένη με την ποιητική πράξη, καθότι διακρίθηκε ως
αυτοτελής δημιουργός ποίησης όπως και ως δόκιμος μεταφραστής σύγχρονων Ελλήνων
ποιητών.  Η ενασχόληση του με την ποίηση
υπήρξε συνώνυμο της δημιουργίας και του μέτρου, του ποιητικού ‘ρυθμού’ που
συνταιριάζει αρμονικά και οργανικά τις λέξεις. Σε αυτό το πλαίσιο, το ποιητικό
του σύμπαν σχετίζεται άμεσα με την ευθύτητα και την λιτότητα των εκφραστικών
μέσων, με την προβολή ενός λόγου που προσδίδει στην ποίηση τα χαρακτηριστικά
μίας διαρκούς (και όχι στιγμιαίας), αποκάλυψης.

Ο Οράσιο Καστίγιο ‘εργαλειοποιεί’ και θέτει την ποίηση του σε
μία νέα βάση: στη βάση της συνύπαρξης με τον άμεσο δέκτη, στην ίδια τη
συγκρότηση της ω μείζον συμβάν συγκερασμού των αντιθέτων. Η οικειότητα που
προσλαμβάνει η ποίηση του τον καθιστά αυτόφωτο, ποιητή που ‘συλλαμβάνει’ τα
μείζονα διακυβεύματα του καιρού του και του καιρού μας.

Στην ποιητική του συλλογή ‘Τραχύ υλικό’, μας αποκαλύπτει τα
μυστικά της ποιητικής τέχνης: «Να λευτερώσω τη γλώσσα, έτσι ώστε να μην εμποδίζει
το προϊόν που ξεχύνεται από μέσα, υποκινημένο από μια εσωτερική δύναμη και το
επιτήδειο παιχνίδι του νεφρού και του διαφράγματος. Να επιμείνω πιέζοντας τους
μυς σαν να απέβαλα ένα άλογο ή έναν κύκλωπα. Να επαναλάβω τη διαδικασία
προκαλώντας την ακόμα και με τα δάχτυλα ή με κάποιο τραχύ υλικό, ώσπου ν’
απομείνω άδειος, ισχνό δέρμα μοναχά, ασκί 
για κρέμασμα από το πρώτο δέντρο, καταβεβλημένη μήτρα αυτού που πετά,
ίσως του φωτός».[1]
Έτσι λοιπόν, εκδιπλώνεται σταθερά η ‘ροή’ του ποιητικού λόγου, η ‘πορεία’ του,
ώσπου ο ποιητής να φθάσει στην πολυπόθητη ‘αφαίρεση’. Τότε, απαλλαγμένη από
τους καταναγκασμούς της φόρμας, η ποίηση αποκαλύπτεται ακέραια, λιτή και
‘γυμνή’, γινόμενη εργαλείο προσέγγισης των βαθύτερων ενστίκτων του ανθρώπου.

Ο ποιητής επιζητεί να απομείνει ‘άδειος’, ‘κενός’, ώστε με
αυτόν τον τρόπο να ανασημασιοδοτήσει την όλη πορεία του ποιητικού του πράττειν.
Συστατικό στοιχείο της  ποιητικής του
δημιουργίας αποτελεί η κινούμενη στα όρια της παύσης και της ‘σιωπής’
θεατρικότητα του σώματος. Ο ποιητής εκλαμβάνει την ποίηση και ως καθαυτή
σωματική δημιουργία, ωσάν ο ποιητής, ως άλλος χορευτής να τονίζει την
σωματικότητα των κινήσεων και την θεατρικότητα των τοποθετούμενων λέξεων.

Το σώμα, με τις σταθερές και αργές του κινήσεις συγκροτεί την
ποίηση ως διαδικασία άρσης του περιττού και ανάδειξης μίας λεπτής ‘κενότητας’:
η ‘κενότητα’ αυτή συνιστά την αποστολή του ποιητή, ο οποίος καλείται να
αναδείξει το ‘κενό’ και την σιωπή ως το άλλο της ποίησης. Έχουμε να κάνουμε με
μία περίπτωση ποιητικής ετερογένειας και μη αλληλουχίας,   καθότι η ίδια η ποιητική πράξη, αποσκοπεί
στο να αποδώσει την ετερογένεια ως μία μορφή ‘σωματικοποίησης’ του λόγου. Το
σημείο καμπής, το σημείο της κορύφωσης έρχεται σταδιακά και αφού πρώτα ο
ποιητής μείνει ‘μόνος’ με το υλικό του: το δουλεύει, το υποτάσσει και το
παραδίδει ‘γυμνό’ και ετερογενές στον αναγνώστη, έτοιμο για μία ‘νέα’ πορεία
εργαλειοποίησης, κριτικής διάθεσης και στοχασμού.

Η ποιητική ετερογένεια του Οράσιο Καστίγιο διαθλάται στο
σημείο που η ποίηση ‘σωματικοποιείται’ και ‘μιμείται’ τις κινήσεις του θεάτρου
και της σιωπής. Καίριος και συμβολικό, ο Οράσιο προσδίδει στην ποίηση του τις
όψεις που προσιδιάζουν σε ένα ποιητικό συμβάν: το ποιητικό του πράττειν
συμπυκνώνει την ίδια την πορεία της ζωής του, τα γεγονότα-σταθμούς, τη γνωριμία
του με την ελληνική γλώσσα και την ελληνική ποιητική τέχνη, ώστε, με αυτόν τον
τρόπο να συγκροτηθεί ένα ιδιαίτερο άθυρμα μίας τέχνης ζώσας και δυναμικής, μίας
τέχνης που αποδομεί τα ερείπια της κρισιακής περιόδου. Πραγματικά, η ποίηση του
αποκτά ιστορικότητα και βάθος, όψεις διαμόρφωσης και ποιητικής αποκρυστάλλωσης
ενός ιδιαίτερου ποιητικού γίγνεσθαι το οποίο ‘χωρά’ τις επιθυμίες και τις
ανάγκες των αναγνωστών.

Η ιστορικότητα της ποίησης του, βαθιά προσηλωμένη στις αξίες
μίας άλλης εποχής, (θα λέγαμε στις αξίες του χθες), συνταιριάζει ιδανικά με τη
λιτότητα και την προτίμηση στη φόρμα των μικρών ποιημάτων, καθότι έτσι
προβάλλει γλαφυρά το ιστορικό ‘βάθος’ που 
η ποίηση ως τέχνη ‘μεταγγίζει’ στο σήμερα. Κι ως άλλος πολιορκητικός
κριός η ποίηση του εφορμά για να ρίξει το κάστρο της ‘υλικότητας’. Και όπως ο
φημισμένος χορός της πατρίδας του (τανγκό), έτσι και ο Οράσιο Καστίγιο
‘χορεύει’ με τις πολλαπλές όψεις και τις σημασιοδοτήσεις των πραγμάτων που
προσφέρει η ποιητική πράξη, αναδεικνύοντας μία βαθιά ιστορικότητα και έναν
πλούτο συναισθημάτων που δύνανται να αποδομήσουν την ιεραρχική και πειθαρχημένη
κοινοτοπία του καιρού μας.

«Ένα γαλάζιο δέντρο διέπει το σύμπαν. Τα φύλλα του διυλίζουν
επάνω στη γη βροχή ή μέλι, και γύρω γεννιέται ένας χώρος ανεξίτηλος, η περιοχή
όπου κοιμάται το αληθινό πουλί».[2]  Και το σύμπαν το ίδιο, το απέραντο σύμπαν
‘νοτίζεται’ και ‘συγκλονίζεται’ από την ποίηση που ‘μαστιγώνει’ το έδαφος της
παρακμής και της αποσύνθεσης. Ένας ‘νέος’ κόσμος γεννιέται. Όχι ο ‘γενναίος’
και δυστοπικός ‘νέος’ κόσμος του ‘Αλντους Χάξλεϊ αλλά ένας ‘χώρος ανεξίτηλος’,
εκεί όπου ο Οράσιο τοποθετεί και το αρχέγονο και πρωτόλειο πάθος της ποίησης,
εκεί όπου θα λάμψει ένας μείζον στόχος της ποίησης, η απελευθέρωση από τα
‘δεινά’ μίας άχρονης πνευματικότητας.

Η ποίηση του Οράσιο ‘απελευθερώνει’ τον άνθρωπο από τα
‘δεσμά’ της συνήθειας,  ανοίγει τις
ατραπούς της ποιητικής έκφανσης και έκφρασης, επιζητεί την προσοχή για αυτό που
είναι: ένα σημείο των καιρώ, καίριο και συμβολικό,  μία επιδίωξη συγκρότησης της ‘άμυνας’ του
αναγνώστη απέναντι στις προκλήσεις των καιρών. Και η οικονομικά και πολιτικά
κρισιακή εποχή μας χρειάζεται την ανατρεπτική ποίηση, την ποίηση που αίρει την
μονολιθικότητα την κυρίαρχη αφήγηση, εμπλουτίζοντας με φαντασία και ευρηματικότητα
το πεδίο της παρουσίας των ανθρώπων στο ευρύτερο γίγνεσθαι. Σάρκα από τη σάρκα
της συνομοταξίας των ποιητών, ο Οράσιο καταυγάζει τους παρακάτω ‘νοήμονες’ στην
απαστράπτουσα καθαρότητα τους στίχους: «Εκείνο το πρωινό έβαλα το χέρι σε μια
ρωγμή του αρχαίου ναού κι έβγαλα μια πέτρα ίσα με γροθιά σε μέγεθος. Ας
σημαδέψει επάνω στην καρδιά το μερίδιο μου στο τίποτα».[3]Aυτή είναι η αληθινή ουσία της
ποίησης. Ένα διαρκές ‘μερίδιο στο τίποτα’ του ανθρώπινου καταναγκασμού, μία
ολική αφαίρεση,  μία άρση των δεδομένων
πράξεων, ένα παιχνίδι των λέξεων, μία διαρκής κατάφαση στις άοκνες προσπάθειες.

Κι ο Οράσιο γνωρίζει ότι η λιτότητα νοημάτων και λέξεων, το
δικό του ‘μερίδιο στο τίποτα’ είναι η ίδια η ποίηση, γυμνή και παντοτινή,
ασθμαίνουσα και αιώνια, παρούσα και σκληρή. Το ‘μερίδιο στο τίποτα’ είναι το
μερίδιο που διαρκώς αναδύει στην επιφάνεια αξίες και στάσεις ζωής που
συγκροτούν το ίδιο το ύψος της ακεραιότητας του ανθρώπου.


[1]
Βλ. σχετικά, Καστίγιο Οράσιο, ΄Ποιητική Τέχνη’,
περιλαμβάνεται στη συλλογή ‘Τραχύ Υλικό’, Μετάφραση: Δήμου Χαράλαμπος, Εκδόσεις
των Συναδέλφων, Αθήνα, 2012, σελ. 13.

[2]Βλ. σχετικά, Καστίγιο Οράσιο, ‘Το γαλάζιο δέντρο’,
ποιητική συλλογή ‘Αλάσκα…ό.π, σελ. 54.

[3]
Βλ. σχετικά, Καστίγιο
Οράσιο, ‘Γεγονότα…ό.π, σελ.89.