Περιμένοντας
τον Γκοντό δια χειρός Έλενας Μαυρίδου:Μια τρυφερή γροθιά στον κατεστημένο
χρόνο
Αν ο μη-τόπος και ο
μη-χρόνος του «Περιμένοντας τον Γκοντό» επέλεγαν αυτοβούλως χρόνο και τόπο,
αυτός ενδεχομένως να ήταν ο Σεπτέμβριος στη Λάρισα. Εδώ, ο Βλαδίμηρος και ο
Εστραγκόν ,πριν τους τίτλους αρχής, θα περιφέρονταν στους δρόμους της Λάρισας,
περιμένοντας εναγωνίως έναν χειμώνα που δεν έρχεται. Καθισμένοι σε ένα παγκάκι
στις όχθες του Πηνειού, θα αναρωτιόντουσαν αν ο ποταμός φουσκώνει ποτέ. Και θα
χάνανε τις αρβύλες τους ένα ζεστό απομεσήμερο στο Αλκαζάρ, γιατί το Σεπτέμβρη
στη Λάρισα αργεί να χειμωνιάσει και τ’ απογεύματα μπορείς ακόμα να κυκλοφορείς
ξυπόλυτος.
27 Σεπτεμβρίου βράδυ, 9
παρά 2. Στη Λάρισα έχει 27 βαθμούς και στο Θεσσαλικό Θέατρο εμφανίζονται για
δύο παραστάσεις ο Γκογκό και ο Ντιντί αναμένοντας αιωνίως τον Γκοντό (τους),
δια χειρός Έλενας Μαυρίδου. Οι δύο πρωταγωνιστές εμφανίζονται ένα ζεστό βράδυ,
ντυμένοι με βαριά φθαρμένα σακάκια και αθλητικά παπούτσια. Ζούνε σε μια
δυστοπία, δίπλα σε ένα και μοναδικό κάποιο δέντρο και αναπνέουν σκηνικό χώρο
που ορίζεται από ένα τετράγωνο. Πρόκειται για μια νέα διανομή της παράστασης
που παρουσιάστηκε στο θέατρο Χώρος την περασμένη σεζόν και αποτέλεσε μια
τρυφερή, συναισθηματική και καίρια ανάγνωση του «Γκοντό» για την αναμονή ως
αναπόδραστη μη-επιλογή.
Με την όποια σκηνοθετική
ελευθερία, χαρίζει η δήλωση του ίδιου του Μπέκετ πως αγνοεί ποιος είναι τελικά
ο Γκοντό, η σκηνοθέτης δημιουργεί εδώ την αίσθηση ενός φαύλου κύκλου αναμονών
που μείνανε ημιτελείς, περιστάσεων που ποτέ δεν πραγματοποιηθήκανε, δυνατοτήτων
που ποτέ δεν αξιοποιηθήκανε και τελικά εαυτών που ποτέ δεν γεννηθήκανε. Με την
όποια διανοητική ελευθερία, χαρίζει η υποκειμενική πρόσληψη της θεατρικής
παράστασης, η Μαυρίδου μοιάζει να ορίζει ,εδώ, την αναμονή ως καθολική μοίρα.
Και κάπου κάπου να σε κοιτάζει σκληρά μέσα στα μάτια και να σε καλεί να
συνειδητοποιήσεις ότι ο εαυτός σου θα μπορούσε να είναι κάποιος άλλος και πως η
αναμονή μιας άγκυρας αυτοεκτίμησης ή και αυτό-οικτιρμού θα παραμείνει
απούσα.
Αγνοώντας αν τελικά ο
Μπέκετ μιλούσε για τον εαυτό ως μοναδικό αντίδοτο στην αναμονή, κι αν πίστευε
βαθιά ή καθόλου στην αξία της προσωπικής επιλογής ως λύτρωση στην αέναη
αναμονή, η Μαυρίδου σκηνοθετεί έναν Βλαδίμηρο και έναν Εστραγκόν που δονούνται
από συναίσθημα. Εδώ, ο Ντιντί και ο Γκογκό ενστερνίζονται την τραγικότητα της
αναμονής, τείνοντας όμως διαρκώς χέρι βοηθείας ο ένας στον άλλο,
αναδεικνυόμενοι σε ένα ντουέτο βαθιάς πίστης στη συντροφικότητα. Δύο άνθρωποι,
ευάλωτοι με πάθη, με πείνα, με ροπή προς την εκμετάλλευση, με πόνους,
αποφασισμένοι, όμως, να ανέβουν το φαράγγι της αναμονής κάποιου «Γκοντό»
πιασμένοι χέρι χέρι. Κι αν η ανάγνωση της Μαυρίδου είναι γοητευτική, κι αν
χάρισε στο ζεστό βράδυ του Σεπτεμβρίου, στη Λάρισα, στο Θεσσαλικό Θέατρο και
στο Μπέκετ, αγνό θέατρο, το έκανε χάρη σε έναν Βλαδίμηρο και σε έναν Εστργακόν
με σάρκα, οστά και απύθμενη τρυφερότητα.