September: Η σκοτεινή ωδή του Γούντι Άλεν στο
Σεπτέμβριο
Ο Γούντι Άλεν αγαπάει τον
Μπέργκμαν. Κι αν συχνά ο Μπέργκμαν μοιάζει να μην αγαπάει τον Γούντι Άλεν, ο
Άλεν, με το «September»
παίρνει τη ρεβάνς και αγνοεί επιδεικτικά τα δύστροπα βλέμματα και τα επίδοξα
σχόλια του Μπέργκμαν, αποτίοντας το δικό του φόρο τιμής στη «Φθινοπωρινή Σονάτα»
και σε όλους εκείνους τους Σεπτέμβριους που δεν δίστασαν ποτέ να παρασύρουν
εσκεμμένα όλα μας τα καλοκαίρια.
Είτε είστε απ’ τους
θιασώτες της αντίληψης που θέλει τους μήνες να αποκτούν προσωνύμια αναλόγως των
υποτιθέμενων ιδιοτήτων τους με αποτέλεσμα ο Μάρτης να είναι γδάρτης, ενώ ο
αμέσως προηγούμενος του Φλεβάρης να μυρίζει καλοκαίρι, είτε απ’ τους θιασώτες
της ταύτισης των μηνών με στιγμές και όχι με χιόνια και αέρηδες, ο Άλεν πιάνει
στην καλλιτεχνική του φάκα τον ιδιαίτερο -αν όχι δύσκολο Σεπτέμβρη.
Ένα δράμα δωματίου, ένα
κάποιο καλοκαίρι και το φάντασμα της «Φθινοπωρινής Σονάτας» να πλανάται υδροκέφαλο
και απαιτητικό πάνω από κεφάλι του Άλεν και των ηθοποιών, στήνουν επιδέξια το
σκηνικό για έναν από τους πλέον γλαφυρούς κινηματογραφικούς Σεπτέμβριους. Σε
ένα εξοχικό σπίτι από σπόντα της τύχης και της ελευθεριότητας του καλοκαιριού,
θα βρεθούν μάνα (Diane),
κόρη (Lane)
με τους εκατέρωθεν συντρόφους, (Lloyd,Peter),
ένας γείτονας (Howard)
και η κολλητή φίλη της κόρης, (Stephanie).
Το ερωτικό γαϊτανάκι δε θα διστάσει να εκμεταλλευτεί τη θερινή απομόνωση της
εξοχικής κατοικίας και να μπλέξει αδυσώπητα στα δίχτυα του πρωταγωνιστές, ενώ
ταυτόχρονα η άφιξη της μάνας θα καλέσει μοιραία σε οδυνηρές συνειδητοποιήσεις.
Κι αν ο Γούντι Άλεν δεν
κατάφερε ποτέ να γίνει Μπέργκμαν στη θέση του Μπέργκμαν, εδώ, τα ψήγματα του
κοσμοαγάπητου γουντιαλενισμού χάρισαν στην κινηματογραφική ιστορία μια ταινία
ερωτικό ραβασάκι στον μεγάλο Σουηδό, που ,όμως, τελικά βρίσκει τη δική της φωνή
όχι στη μάνα μας, αλλά σε όσα μας παίρνει πίσω ανελέητα το φθινόπωρο. Κι αν η
επικαιρότητα της τέχνης είναι συχνά άλλοθι –εν είδει της περίφημης δίαιτας «από
Δευτέρα»- για την επ’ αόριστον αναβολή μιας ταινίας για κάποιο Μάρτιο ή Ιούλιο,
ο Άλεν στήνει εδώ μια ιστορία πλασμένη για να αγαπηθεί από έναν βέρο Σεπτέμβριο
και να βρει το κοινό της σε όλα εκείνα τα μισοτελειωμένα αποκαλόκαιρα.
Εκείνα τα αποκαλόκαιρα
που νομίζουν ακόμα ότι μπορούν να διώξουν το από. Που ακόμα μπορούν και μετράνε
παγωτά και μπάνια. Τα αποκαλόκαιρα που είναι παιδιά και νομίζουν πως κρατάνε
για πάντα. Αυτά τα αποκαλόκαιρα που θα βάλεις ζακέτα γιατί, εν τέλει, κρύωσες
και «τι να κάνεις, δε θα κάτσεις να κρυώνεις» αγγίζει, τελικά, το «September» με ένοχη τρυφερότητα.
Τους χώνει βιαστικά τη ζακέτα που ποτέ δεν ζήτησαν και τα αφήνει μετέωρα να
μετράνε ακόμα τις ηλιόλουστες μέρες τους.