(Σ)ΤΟ
ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
εκδόσεις Μελάνι
Είναι
και το θέμα της γλώσσας («Θαυμαστικό»),
της υπαρξιακής αγωνίας («Φωτογραφίες»,
«Εφηβεία», «Τελετές ενηλικίωσης»), των
διαπροσωπικών σχέσεων («ΔΟΞΗι ΚΑΙ
ΤΙΜΗι»), της αυτοαναφορικής ποιητικής
γραφής («Ποιήματά μου», «Η αγωνία της
γραφής»), της συνομιλίας με άλλους
δημιουργούς («Του Χάρη», «Κωνσταντίνος
Θεοτόκης») κτλ. αλλά αυτό που κυριαρχεί
στο πρώτο μισό της συλλογής και αυτό
που επανέρχεται σποραδικά στο δεύτερο
μισό της συλλογής είναι το θέμα της
αγάπης, στο οποίο θα ήθελα – δίχως σε
καμία περίπτωση να υποτιμώ όλα τα άλλα
– να επικεντρωθώ με το σύντομο κριτικό
σημείωμά μου. Λέω, λοιπόν.
Ένα πανταχού κυρίαρχο
εσύ δονεί, κινεί και εμπνέει τη
γραφή. Κάθε ποίημα, ή τουλάχιστον τα
περισσότερα ποιήματα της συλλογής,
είναι και μια έκφραση λατρείας, μια
ομολογία αγάπης, μια δήλωση αφοσίωσης.
Το ποιητικό υποκείμενο θύει την ποίησή
του στον βωμό του εσύ, απ’ όπου
πηγάζει ο λόγος και η δικαίωση της
ποίησής του. Οι λέξεις δεν είναι απλό
μέσο ανακοίνωσης αυτής της αγάπης.
είναι το πεδίο άσκησης, ο χώρος διερεύνησης,
εντέλει είναι η αρτεσιανή πηγή της.
Ο ποιητής λαξεύει,
σκάβει, σμιλεύει τις λέξεις των ποιημάτων
του, σαν να προσπαθεί να τις αποκαθάρει
απ’ την υποκρισία, απ’ τον ψεύτικο
συναισθηματισμό, απ’ τα περιττά
εννοιολογικά λίπη. Κι έτσι άδολες, αθώες
και αγνές παιδούλες να τις παραδώσει
στην εμπειρία ενός πρωτοφανέρωτου
αισθήματος απ’ όπου αρδεύει τον ποιητικό
του λόγο. Τα πιο πολλά απ’ τα ποιήματα
της συλλογής είναι αποτέλεσμα μιας
τέτοιας επεξεργασίας.
Εν ολίγοις, το
ερωτικό θέμα είναι εδώ αρμονικά
συνταιριασμένο με το γλωσσικό θέμα.
Υπάρχουν, υφίστανται, εξελίσσονται από
κοινού σε μια σχέση αμοιβαιότητας. Η
γλώσσα αναζητά το περιεχόμενό της, ο
έρωτας αναζητά τη μορφή του και ο ποιητής
αναζητά μια άλλη ματιά απέναντι στον
κόσμο. Το ποίημα προκύπτει ως συνένωση
μορφής και περιεχομένου, αλλά κυρίως
ως μια άλλη ποιητική στάση απέναντι
στην πραγματικότητα. Ο καταληκτικός
στίχος «εγωσύ» του ποιήματος «Η λέξη»
είναι η κορύφωση της διπλής αυτής,
γλωσσικής και ερωτικής, διαδικασίας
μέσα απ’ την οποία μια νέα βίωση της
πραγματικότητας αναφαίνεται ή ακόμη
καλύτερα μια νέα κοσμογονία περιεχομένων
και μορφών αναφύεται. Το «εγωσύ» είναι
ο ιδρυτικός της λόγος, το ποιητικό και
φιλοσοφικό της αγκωνάρι.
Ομοίως αρμονικός
είναι ο συνδυασμός που αναγνωρίζω και
σε δύο ακόμη τινά.
Ο ποιητικός λόγος
συναιρεί το συγκεκριμένο με το αφηρημένο,
το προσωπικό με το διυποκειμενικό.
Εκκινώντας από ένα ορισμένο πάντα εσύ,
σαν να το ξεχνάει στη συνέχεια αφήνοντάς
το ασχημάτιστο, απρόσωπο και ανώνυμο
για να μιλήσει, τελικά, για κάθε εσύ.
Έτσι, δυνάμει αποδέκτης του ποιήματος
είναι κάθε εσύ και δυνάμει συγγραφέας
του ποιήματος είναι κάθε εγώ. Το
βίωμα του δημιουργού συναντά ή παρακινεί
το βίωμα του αναγνώστη σε μια από κοινού
ερωτική απεύθυνση, που κατά τα άλλα
διατηρεί πάντα τον χαρακτήρα της
χαμηλόφωνης συνομιλίας ανάμεσα σ’ ένα
ορισμένο εγώ και σ’ ένα ορισμένο
εσύ.
Ο ποιητικός λόγος
είναι παρ’ ολίγον δωρικός στην έκφραση,
σχεδόν εγκεφαλικός στην εκφορά αλλά
λυρικός στη σύλληψη και συναισθηματικός
στο περιεχόμενο. Ομολογεί ένα αίσθημα,
χωρίς να το φωνάζει, χωρίς να υπερβάλλει
στην έκφρασή του, χωρίς να επενδύει την
ποιητική υπόστασή του με περιττά γλωσσικά
ψιμύθια. Χειρίζεται με τέτοια σιγουριά,
εμπειρία και αυτοπεποίθηση τα εκφραστικά
του μέσα, ώστε κάθε λέξη να ηχεί δικαιωμένη
ανάμεσα στις άλλες και κάθε ποίημα να
διατηρεί μέσα στις επιμέρους συνδηλώσεις
του ένα ξεκάθαρο νοηματικό περίγραμμα.
Διαβάζοντάς τον έχεις την αίσθηση μιας
διαρκούς ακροβασίας πάνω σε μια λεπτή
κόκκινη γραμμή αισθήματος και λογικής,
λυρικού και δωρικού ύφους, απ’ όπου
προέρχεται η αναγνωστική αίσθηση της
κατακτημένης ισορροπίας.
Κλείνω με τις
απαραίτητες συστάσεις. Ότι δηλαδή
αναφέρομαι στην ποιητική συλλογή του
Σπύρου Κιοσσέ, Το κάτω κάτω της γραφής,
εκδ. Μελάνι, 2018, γιατί στο κάτω στο κάτω
κάτω της γραφής αγαπάω, υπερασπίζομαι
και εμπνέομαι από κείνες τις γραφές που
τόσο ωραία ξέρουν να αγαπάνε, να
υπερασπίζονται και να εμπνέουν.