Φραντζέσκα Άβερμπαχ
Τρία ποιήματα
Λοιπόν,
το έχω πια αποφασίσει,
θα γίνω μια μέρα
ευτυχισμένη.
Λείπουν μοναχά
τα σύνεργα.
Προβλέπω ανατινάξεις.
Χρόνια έχω ν’ ακούσω
ένα γλυκό πυροβολισμό.
Κι είχαν έρθει, θυμάμαι,
κι άλλες πιο άγριες και πονεμένες νύχτες.
Πέφταμε στο πάτωμα.
Ίσως έτσι βρίσκαμε
λίγο οξυγόνο.
Είχες πει δε θα γλιτώναμε.
Αγαπούλα,
προβλέπω ξανά ανατινάξεις
στα δάχτυλα μας.
Με τους καημούς που μ’ έμαθες
ακόμα ανασαίνω.
Τη πρώτη δεκαετία της ζωής μου,
με βία
ξερίζωνα την ομορφιά
απ’ τις κούκλες μου.
Μου τις φέρνανε
οι διάφοροι επισκέπτες
της οικογενείας μου.
Θαλπωρή.
Σαπισμένες κοπέλες
αγκαλιάζουνε τ’ αγάλματα τους.
Διόλου δε τις ήθελα.
Τους έλεγα,
δε θέλω να παίζω εγώ με δαύτες.
Προτιμούσα
να κοιμάμαι διπλα στ’ αδέρφι μου,
και πιο αργά
στης νύχτας τη κακομοιριά
να βάζουμε στο σώμα μας
αγάπη.
Και μ’ εκείνο
το καημό
επέθανε όλη μας
η παιδικότητα.
Συχνα ονειρευόμουν.
Στο παρον ποτέ μου δεν υπήρξα.
Κούρνιαζα μέσα στο υγρό του
το κρεβάτι
καθώς οι γονείς μας λείπανε.
Δε τ’ αντέχανε
τα βαριά μας τ’ αισθήματα.
Ποτέ δε κατάλαβα
γιατί το μυαλό μου αφαιρείται τόσο,
σκοτάδι θα μου λέγανε.
Αφήστε με!
Τούτο το βράδυ
ο ξένος μ’ εγκατέλειψε,
δεν χτύπησε
τις πόρτες της οικίας μου.
Κατέβηκα,
έλεγξα τα κουδούνια,
όλα λειτουργούσαν όπως πρώτα.
Υστερα είπα πως
καλύτερα.
Με έπεισα βαθιά,
τόσο που καταφέρνω και αποκοιμιέμαι,
κοιτώντας έξω
βρέχει μέρα όμορφη.
Η ποίηση είναι η ινσουλίνη
χτυπάει σε όλες τις αγάπες
που μάθαινα μεταγενέστερα:
τις είχα σκοτώσει όλες.
Πριν όμως,
με δείξετε σε επανάληψη,
μάθετε το,
δεν έχω εκείνον,
τόσο λιγότερη ομορφιά
απούσα.
Τόσο ηδονικά
σκοτώνω τις αγάπες μου.