Κάπου
στενάζει μια θάλασσα

Δυο πόδια, του Αυγούστου τα βράδια περπατάνε μέσα μου.

Στους διαδρόμους του οστεοφυλάκιου μου

σέρνουν τα άσαρκα πέλματα τους.

Μόνο το δέρμα που ντύνει τα οστά

σαν τη μεμβράνη ενός τυμπάνου

αγκομαχά τη ζωή που ξέρασα μόλις είδα το φως.

Λιωμένο κερί από τις ακτίδες του θερμού ήλιου

αποτυπώνει τις πτυχώσεις της φτέρνας

που γλιστρά στο υγρό φως.

Πυρωμένο σε δυο βρεφικά μάτια φως

μου έδειχνε το δρόμο για τη θάλασσα.

Παχύ αλάτι νεκρώνει τη ζωή που κολυμπάει μέσα της.

Κρύσταλλοι από αλάτι μπλεγμένοι στα φύκια

που φώλιαζαν κάποτε καβούρια και όστρακα.

Λάφυρα κι αυτά μιας ζωής που πέρασε

κλεισμένη σε κιβούρια

και πέτρινους από τον κονιορτό των βράχων τάφους.

Δίπλα οι Νηρηίδες να πλέκουν το σάβανο μου.

Το πρώτο παιδικό μου ένδυμα φτιαγμένο από φύκια

και βράγχια νεκρών ψαριών

μύριζε αυγουστιάτικη θάλασσα

και ιδρώτα από τα τσαλακωμένα των εραστών σεντόνια.

Στον τελευταίο πριν το θέρος οργασμό των σωμάτων

το χέρι σου δίπλωσε τη ζωή μου

στις πτυχώσεις του γερασμένου κορμού.

Κι από πάνω ένας ήλιος γιομάτος μέλισσες

να στάζει μέλι από την ανοιχτή του πληγή.

Αγκιστρωμένο το φως στα ασημένια φύλα

του λιόδεντρου που φύτρωσε πάνω από τον τάφο μου.

Με τα χέρια μου άνοιξα το στέρνο σου.

Μια θάλασσα χύθηκε έξω και πότισε

το διψασμένο στόμα μου.

Στόμα γιομάτο χούφτες άμμο, χώμα και πέτρες

και μια θάλασσα από μέλι

να ποτίζει τα νεκρά μας σώματα

λίγο πριν χαράξει το στερνό

απάνω στα στάχυα μεσημβρινό φως.

Δυο πόδια μάζευαν τους κόκκους της άμμου

κάτω από τα νύχια, ανάμεσα στις φύτρες των ιδρωμένων δαχτύλων.

Κάπου στενάζει μια του Αυγούστου θάλασσα

κάθε που ο θεριστής μαζεύει στα χέρια του τα στάχυα

για να σκορπίσει τη ζωή που φύτρωσε στις γραμμές της χούφτας του.

Χέρια γιομάτα στάχυα, κάκτους και γιασεμιά.

Όλος του θέρους ο θάνατος

φυτρώνει στη χούφτα του θεριστή.

Κάπου στενάζει μια του Αυγούστου θάλασσα.

Δεν τη βλέπω, δεν την ακούω παρά μόνο την οσμίζομαι.

Μυρίζει μεστωμένα κοράλλια και σαπισμένα φύκια.

Νιώθω στο πετσί μου την αρμύρα της

να ξύνει τη ζωή που πέτρωσε

σαν βράχος στο κυρτό μου σώμα.

Κι ένα μπλεγμένο στα μαλλιά σου αμπέλι

να ποτίζει σε κάθε αυγουστιάτικη κάψα τη δίψα μου.

Δυο πόδια του Αυγούστου τα βράδια αντηχούν μέσα μου.

Τα δυο του δωδεκάχρονου πόδια που κάθε Αύγουστο

επιστρέφει από τον τάφο που το έκλεισα, στη θάλασσα.

Για σπίτι του θυμάται  το αρμυρό νερό

και τα βρεγμένα στην άμμο ζαχαροκάλαμα.

Αυτά που γλυκαίνουν τον υγρό

της παιδικής του θάλασσας θάνατο.

Τα δυο του πόδια ακολουθούν

τη μεγάλη χωμάτινη κατηφόρα

που φτάνει στη θάλασσα.

Στην αμμουδιά με τις κληματαριές και τα λευκά όστρακα

ευωδιάζει χωμένο στην άμμο.

Μικροί ενάλιοι Θεοί

μπλέκουν τα δάχτυλα τους

στους μελαχρινούς κόμπους των μαλλιών του. 

Γυμνό από ζωή ξεπλένει τα μύρα του θανάτου

στη θάλασσα που λίμνασε στα όστρακα των ματιών μου.