εκδόσεις βακχικόν

[Παραλλαγές σε μια ηλιαχτίδα]

Οι συλλαβές

γίνανε λόγια

χείμαρροι

εξατμίστηκε η σιωπή

Το δεξί σου χέρι

το δεξί σου πόδι

κουπιά που σαλαγάνε

τη βάρκα των οκτώ μηνών

τη λέμε γέλιο

τη λέμε περίπου όνειρο.

Όλη η πολυκατοικία απέναντι κατοικείται
από ηλικιωμένους τόσους που έχεις την αίσθηση 
ότι μένεις σε οίκο ευγηρίας με ξεφτισμένους τοίχους μια γιαγιά με ροζ
κραγιόν και πράσινο μαντήλι στα μαλλιά σε χαιρετάει πρωί-βράδυ ποτίζει τις γλάστρες
της λιάζει τα παπλώματά της και όλο στρέφει το βλέμμα σε μας όταν επιτέλους
συναντηθήκαμε στον δρόμο έτρεξα να της μιλήσω να σε γνωρίσει ήθελα να της πω
ευχαριστώ που μας χαιρέταγε ήταν κωφάλαλη μας χαιρέτησε από κοντά κι έφυγε

[Παραλλαγές σε μια
φεγγαρόπετρα]

Γίνε

Γίνε ήχος και μεμβράνη

σώσε μας μπας και σωθείς.

Μη γυρίζεις το κεφάλι

πες τον ήχο ν’ ακουστείς.

Γίνε πέτρα από αλάτι

να ξεφύγεις τη βοή.

Ρίξου στου θεριού το μάτι

εσύ, πάντα μοναχή.

Γίνε πέταλο κι ατσάλι

μες το κύμα του νοτιά.

Ψάξε βρες άλλη πυξίδα

αυτή που φτιάχνουν ξωτικά.

Γίνε γέλιο, γίνε φλόγα

σβήσε όλη τη φωτιά.

Σ’ ένα βλέμμα του χειμώνα

κάνε την αποκοτιά.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

 Παιδί του Φθινοπώρου

Ι.

Καρπός χεριών

Καρπός κοιλίας

Μέλι και στάρι

Στο βλέφαρο της πεταλούδας

Τα δάχτυλά μου

 Μίκρυναν

Γίναν κλαδιά

Και δέντρα

Καρπός χεριών

Φιλί κοιλίας

Νερό και στάχυ

Στης χρυσαλίδας τ’ όραμα

Τα δάκρυά σου νύσταξαν

Το όραμα του κόσμου

Μιας αράδας αγκαλιά

Μιάς αγκαλιάς αράδα

Στο τύμπανο της αστραπής

Και στου βουνού τη ρίζα

Φωτιές φωλιάσαν στα κλαδιά

Και στους καρπούς πουλάρια

Πήραν τους δρόμους ποιητές

Να ρθουν να προσκυνήσουν

Ένα γέλιο κρυστάλλινο

Που σκέπασε τα λάθη

ΙΙ.

Και ήρθες.

ΙΙΙ.

Ανοίξαμε τα φώτα

Ασπρίσαμε τα σκοτάδια

Βάλαμε (επιτέλους) τους νεκρούς στα κάδρα τους

Τους ξεσκονίσαμε

Ρίξαμε τις χοές

Και τους αφήσαμε στη βάρκα τους να μπούνε

Με μια ανάσα σου

Μας έσβησες όλο το θειάφι από μέσα μας

Γίναμε νέοι

Και σε υποδεχτήκαμε

Παιδί του Φθινοπώρου

Καλώς ήρθες