Ζώντας
και νεκρολογώντας στο «Δεκάλογο» του
Κισλόφσκι


Αν
υπάρχουν αιώνιοι εραστές, ο Κισλόφσκι
και η ηδονοβλεπτική ματιά στις ανθρώπινες
σχέσεις διεκδικούν επάξια τις δάφνες
ενός χρυσού μεταλλίου. Αν ,όμως, η όποια
διογκωμένη υπερξία ενός χρυσού μεταλλίου
σας καλεί σε ερωτήσεις περί του παραλήπτη
της ηδονής, τότε ο Κισλόφσκι δε σας
αποκαλύψει αν διαθέτει το ρόλο του
ανατόμου ή του ασθενή, του σαδιστή ή του
μαζοχιστή, του θύτη ή του θύματος. Γιατί,
ίσως, τελικά η ουσία της τέχνης να
τραμαπλίζεται επιδέξια ανάμεσα σε οδύνη
και ηδονή. Και να ενώνει αμφίδρομα με
τα δεσμά της κοινό και δημιουργό.


Ο
Κισλόφσκι ,αν και πρωτοπόρος του περίφημου
«
Cinema
of
Moral
Anxiety»,
το οποίο με πένα και κάμερα στηλίτευε
τα κακώς κείμενα του δυσλειτουργικού
κομμουνισμού, εγκατέλειψε γρήγορα τον
εγκεφαλικό πολιτικό στοχασμό για χάρη
της μεταφυσικής των ανθρώπινων σχέσεων.
Και με το «Δεκάλογο» κατάφερε να
μεταγγίσει τόνους οικουμενικότητας σε
όλα εκείνα τα υποτιθέμενα απλά διλήμματα
των ανθρώπινων σχέσεων.


Κι
αν το ερώτημα «τι βρίσκεται εκεί;» και
με «τι μοιάζει;», βρίσκεται στον πυρήνα
της ενασχόλησης του κισλφοσκικού
κινηματογραφικού ατόμου, η πεπερασμένη
(μας) ζωή βρίσκει τις δημιουργικές
απαρχές της στη γέννηση. Και το μοιραίο
φινάλε της στο θάνατο. Χωρίς τη βούληση
να αποτελέσει οποιαδήποτε εξαίρεση, ο
«Δεκάλογος» τοποθετεί τις διαφορετικές
αποχρώσεις γέννησης και θανάτου στο
επίκεντρο της αμιγώς σινεφιλικού πλην
τηλεοπτικού του αριστουργήματος.


Επεισόδιο
1-
Εγώ
ειμί Κύριος ο Θεός σου
.
Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλήν εμού.


Μια
λίμνη παγώνει και οι ψηφιακοί νόμοι του
υπολογιστή ενός πατέρα αποφασίζουν πως
αυτή δε θα ραγίσει. Ο γιος διαθέτει ένα
ολοκαίνουριο ζευγάρι παγοπέδιλα και
βλέπει τη λίμνη ως ιδανικό σκηνικό
πατινάζ. Ο υπολογιστής σε ρόλο θεού
αποδεικνύεται ανεπαρκής, η λίμνη
εύθραυστη και ο γιος νεκρός.


Μια
ζωή πατέρα και γιου σε πλήρη σύζευξη.
Κι ο θάνατος μιας κάποιας μάνας να
πλανάται σα φάντασμα και να ενώνει δύο
τύχες που διαθέτουν ,τελικά, μοιραίο
τέλος. Ένας γιος, που εδώ μαρκάρει τη
γέννηση του με την «αγορά» ενός «πύργου»
στοιχειωμένου από το φάντασμα μιας
μητέρας. Και ένας πατέρας που ως άλλος
πυργοδεσπότης ενός σύγχρονου πολωνικού
Κάντερβιλ, προσπαθεί να επιβιώσει εν
μέσω νυχτερινών ψιθύρων από πε(πε)ρασμένες
αναμνήσεις. Γέννηση και θάνατος σε
αναπόδραστη αλληλουχία.


Επεισόδιο
2- Ου λήψει το όνομα Κυρίου τού Θεού σου
επί ματαίω


Ένας
ηλικιωμένος γιατρός σε μόνιμη δυσθυμία
δέχεται την επίσκεψη μιας νεαρής
γειτόνισσας η οποία τον ενημερώνει πως
ο σύζυγος της και βαριά ασθενής βρίσκεται
στην κλινική στην οποία εκείνος εργάζεται.
Απαιτώντας από το γιατρό το αδύνατο της
λήψης του θεϊκού ρόλου, του ζητά να
αποφανθεί με βεβαιότητα αν ο σύζυγος
θα παραδοθεί στις δαγκάνες του θανάτου.
Όταν ο γιατρός αρνείται να ερμηνεύσει
το «θεό» στο θέατρο -του απολύτως λογικού-
της ανθρώπινης ζωής, η γυναίκα του
αποκαλύπτει πως κουβαλάει το παιδί ενός
άλλου άντρα. Και πως αν ο σύζυγος της
επιβιώσει θα τερματίσει την κύηση.


Και
πάλι μια νέα αρχή που κουβαλάει το σπέρμα
ενός μέλλοντος θανάτου. Ένα παιδί που
«φυτεύτηκε» στη ζωή, όταν ένας κάποιος
Χάρος πάλευε να αφαιρέσει τη ζωή του
υποτιθέμενου πατέρα του. Και ο Κισλόφσκι
που βάζει στο ζύγι θάνατο και ζωή. Κι αν
εδώ θριαμβεύει η ζωή, η νίκη θα είναι
πύρρειος και προσωρινή.


Επεισόδιο
3- Μνήσθητι την ημέρα των σαββάτων
αγιάζειν αυτήν. 


Είναι
Χριστούγεννα. Και ένας άντρας, οδηγός
ταξί, μοιράζει αφειδώς τα δώρα στην
οικογένεια του. Όταν το τηλέφωνο θα
χτυπήσει και η πρώην ερωμένη του θα τον
ενημερώσει πως ο σύζυγος της αγνοείται,
εκείνος θα σπεύσει σε βοήθεια. Ένα βράδυ
σε απεγνωσμένη αναζήτηση ενός –ίσως-
νεκρού. Και ένα ακόμα δραματουργικό
φάντασμα- νεκρός που υπόσχεται να
διαστρέψει δύο τύχες.

Εδώ,
ο θάνατος ακόμα και χωρίς την απαιτούμενη
βεβαιότητα, κρατά τα προνόμια του
μοιραίου και δυσοίωνου. Και απειλεί να
κατασπαράξει συμβατικές ευτυχίες και
να ανοίξει την πόρτα σε ζωογόνους πλην
καταστρεπτικούς έρωτες. Αντίδοτο, όμως,
στον πιθανό θάνατο δεν προσφέρει η
συμπόνια, αλλά ο σφοδρός έρωτας. Όσα,
όμως, τελικά τα σώματα δεν είπαν,
προορίζονται να μείνουν θαμμένα όταν
ο σύζυγος της γυναίκας θα αποδειχθεί
απών εδώ και –ήδη- τρία χρόνια. Και η
πρώην ερωμένη σε απεγνωσμένη αναζήτηση
περασμένων ερωτικών μεγαλείων. Και
θυμώντας τα να κλαίς. Ή ίσως να παραδίνεσαι
αμαχητί σε μια κάποια «βαρύτητα»
ευτυχισμένων οικογενειακών στιγμών.


Επεισόδιο
4- Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου


Η
νεαρή Άνκα φοιτά σε δραματική σχολή και
ζει με τον πατέρα της. Μια μητέρα εκλιπούσα
και μια σχέση εξάρτησης ανάμεσα σε
πατέρα και κόρη. Όταν, ο πατέρας θα φύγει
σε ολιγοήμερο ταξίδι, η Άνκα θα ανακαλύψει
ένα –ακόμα κλειστό- γράμμα από τη μητέρα,
με την υποσημείωση «Να ανοιχτεί μετά
το θάνατο μου». Παίζοντας ένα ιδιότυπο
παιχνίδι κολοκυθιάς με το γράμμα, η Άνκα
αναλώνεται σε μια διαρκή τραμπάλα
ανάμεσα στο «ανοίγω» και στο «δεν
ανοίγω». Όταν, τελικά, το γράμμα θα της
αποκαλύψει πως ο άντρας με τον οποίο
μεγάλωσε δεν είναι πατέρας της, ένα
κάποιο οιδιπόδειο με παραλήπτη των
υποτιθέμενο πατέρα, θα ξυπνήσει σαν
ηφαίστειο απ’ όνειρο βαθύ καλώντας σε
συνειδητοποιήσεις οδυνηρές και πράξεις
απονενοημένες.

Ένας
θάνατος που υπογραμμίζει εμφατικά την
«παρουσία» του, δημιουργώντας εξαρτήσεις
και δεσμά αξεδιάλυτα. Ο χρόνος που κυλά,
και ένας θάνατος που ,όμως, ισχυροποιεί
τις αλυσίδες του για μια κόρη και ένα
πατέρα σε αναζήτηση ευτυχίας που δεν
μπορεί να υπάρξει παρά μόνο ως κοινή.
Και, εν τέλει, η γέννηση της κόρης που
κατάφερε, με τη δύναμη του μοναδικού
συμβάντος, να ανατρέψει τις προθέσεις
του θανάτου και να φτιάξει κοινωνικούς
ρόλους με σύνορα ρευστά και εύθραυστα.

Επεισόδιο
5- Ου φονεύσεις


Δύο
θάνατοι σε ένα βροντόφωνο μανιφέστο
κατά της «ανθρωποφαγίας» του φόνου.

Ένας
νεαρός με τάσεις εγκληματικές, δολοφονεί
εν ψυχρώ και με συναίσθηση που αγγίζει
την απόλυτη πληρότητα, έναν ταξιτζή του
οποίου τα έργα και οι ημέρες αναλώνονταν
σε «πειράγματα» σε νεαρές γυναίκες και
στο σκόρπισμα τρόμου σε σκυλιά με όπλο
τον ήχο της κόρνας του. Η υπεράσπιση του
νεαρού λαμβάνει ως όπλο στη φαρέτρα
της, έναν εξίσου νεαρό πλην ευαίσθητο
και ιδεαλιστή δικηγόρο. Κι αν ο δρόμος
ήταν στρωμένος με καλές προθέσεις και
θέσεις αγαθές, η ευαισθησία, τα νιάτα
και οι ιδέες δεν αποδεικνύονται αρκετές.
Και ο νεαρός οδηγείται, κυνικά και
αναπόδραστα, στη θανατική ποινή.


Ο
Κισλόφσκι, εδώ, δεν θέτει ερωτήσεις,
αλλά απευθύνει κατηγορώ απέναντι στην
οικουμενική αδικία του φόνου. Η ζωή
προβάλλει λαμπερή ως ένα αγαθό ύψιστο
και προορισμένο να αφαιρείται μονάχα
από τύχες και ώρες μοιραίες. Και όχι από
χέρια κι από μαχαίρια ανθρώπινα.


Επεισόδιο
6- Ου μοιχεύσεις


Μια
ιστορία για όλα εκείνα τα «πρώτα ξαδέρφια»
του έρωτα που εμφανίζονται στα
«οικογενειακά» χολιγουντιανά
κινηματογραφικά τραπέζια για να
τραμπουκίσουν το μεδούλι του σκληροπυρηνικού
γλυκανάλατου έρωτα. Αν τα πάσης φύσεως
«
Pretty
Woman»
διαθέτουν ως πρώτο συστατικό του τίτλου
τους το
pretty
και ως πρωταρχικό σημείο αναφοράς το
«ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»,
ο Κισλόφσκι βγάζει από τη ντουλάπα έναν
έρωτα ένοχα ηδονοβλεπτικό και
αυτοκαταστροφικό.


Ένας
νεαρός ,σε ερωτική παράκρουση διαρκείας,
με αποδέκτη την πολυγαμική γειτόνισσα
του, βάζει τα κιάλια του και την
παρακολουθεί στις καθημερινές –ερωτικές
και μη- δραστηριότητες της. Το θάρρος
που θα να ανασύρει για να την προσεγγίσει
ερωτικά θα αποδειχθεί επικίνδυνη τάφρος,
με μια απόπειρα αυτοκτονίας να τον
περιμένει στα κατάβαθα της.


Κι
αν ο έρωτας συνορεύει με την ηδονοβλεψία,
ο Κισλόφσκι μας καλεί να συνειδητοποιήσουμε,
πως, τελικά, και η ακόρεστη σινεφιλία
ίσως να βασίζεται κι εκείνη στην
ακατανίκητη λαιμαργία για κατανάλωση
αλλότριων ζωών.


Επεισόδιο
7- Ου κλέψεις


Μια
διαφορετική Μαντάμ Μποβαρύ εν έτει 1989
δια χειρός Κριστόφ Κισλόφσκι. Μία 22χρονη
γέννησε τον καρπό του έρωτα της με έναν
καθηγητή, στα 16 της. Και σε μια προσπάθεια
να «σκουπιστεί» το σκάνδαλο ,ως αίμα σε
χτύπημα επιπόλαιο, το παιδί αναγνώρισε
η μάνα ως δικό της.

6
χρόνια μετά, με το μητρικό της φίλτρο
να έχει εγκαταλείψει βίαια τη χειμέρια
νάρκη του, η νεαρή πραγματική μάνα, σε
αναζήτηση των δικών της βυρωνικών παθών,
απάγει την κόρη της αποφασίζοντας να
χαράξει το κοινό μέλλον μάνας- παιδιού
που της ανήκει. Κι αν η ηρωίδα του Φλομπέρ
προσγειώθηκε στην πραγματικότητα ενός
ασφυκτικού γάμου, η γυναικεία ηρωίδα
του Κισλόφσκι άνοιξε άτσαλα τα φτερά
της για έναν ουρανό που τελικά (της)
έριχνε χαλάζι. Όταν λοιπόν, η ευλογία
του δεσμού της με το παιδί θα αποδειχθεί
βαρίδι, η απονενοημένη βιαστική διαφυγή
θα αποτελέσει τη μοναδική είσοδο κινδύνου
σε ένα κόσμο ελευθερίας.


Επεισόδιο
8- Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά του πλησίον
σου μαρτυρίαν ψευδή


Στην
ιδιότυπη κισλοφσκική διάλεκτο τα χρόνια
της αθωότητας μπορεί να διαθέτουν τις
λέξεις για να αποτυπωθούν στο χαρτί,
έχουν ,όμως, τελικά, θαφτεί και κλαφτεί
επαρκώς δια παντός. Εδώ, στο ρόλο της
γάτας συναντούμε μια νεαρή Πολωνο-
Αμερικανή, εβραία ερευνήτρια και στο
ρόλο του ποντικού, μια μεσήλικη καθηγήτρια.
Όταν, η νεαρή θα βρεθεί στην Πολωνία, θα
πλησιάσει με τα νύχια της ακονισμένα,
την καθηγήτρια για να της πει ότι εκείνη
της στέρησε τα χρόνια της αθωότητας
της, όταν αρνήθηκε να την φιλοξενήσει
ως παιδί στο σπίτι της κατά τη διάρκεια
του Β’ Παγκόσμιο πολέμου.


Τότε,
ως εξιλέωση απέναντι στο δριμύ κατηγορώ,
η μεσήλικη θα αποκαλύψει πως θυσίασε
τη μία ζωή, της νεαρής Εβραίας, σε μια
απέλπιδα προσπάθεια να σώσει περισσότερες.
Τότε, το διαχρονικά σισύφειο ,ως προς
την οριστική του απάντηση, ερώτημα της
ατομικής θυσίας στο όνομα του συλλογικού
«καλού» θα έρθει βίαια στο προσκήνιο.
Και ένας κάποιος Κισλόφσκι θα μας
κοιτάξει σκληρά στα μάτια καλώντας μας
να πάρουμε μια θέση που εκείνος ,ως
καλλιτεχνικός παντοκράτορας, αποφάσισε
πως μας ανήκει δικαιωματικά και απολύτως
ατομικά.


Επεισόδιο
9- Ουκ επιθυμήσεις τη γυναίκα του πλησίον
σου


Ένας
άντρας έρχεται ξαφνικά αντιμέτωπος με
τη μόνιμη σεξουαλική ανικανότητα και
παροτρύνει τη γυναίκα του να βρει εραστή.
Η συνειδητοποίηση, όμως, του λάθος
μοιράσματος της ερωτικής τράπουλας
ανάμεσα σε σύζυγο, εραστή και γυναίκα
θα ξυπνήσει μέσα του, το αυτοκαταστροφικό
τέρας της ζήλειας.


Μια
ακόμα ιστορία για το σκληρό πρόσωπο της
αγάπης και για όλα εκείνα που θάβονται
κάτω από τόνους καθημερινότητας. Και
που αρκεί μια οδυνηρή ακραιφνής φιτιλιά
για να τα ξυπνήσει από ένα κάποιο όνειρο
ουτοπικής ευτυχίας.


Επεισόδιο
10- Ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον εστί


Επιφυλάσσοντας
την έκπληξη της υφολογικής αλλαγής για
το τελευταίο του επεισόδιο, ο Κισλόφσκι
κλείνει το διακόπτη του δράματος και
ανοίγει πλουσιοπάροχα αυτόν της μαύρης
κωμωδίας.

Δύο
αδέρφια κληρονομούν από τον πατέρα τους
τη συλλογή πανάκριβων γραμματοσήμων
του. Όταν ένα υπερπολύτιμο γραμματόσημο
θα αποδειχθεί απόν από τη συλλογή, το
τίμημα για την απόκτηση του θα ανέλθει
στο νεφρό ενός εκ των δύο αδερφών. Επειδή,
όμως, στον κόσμο του Κισλόφσκι, ο απόλυτα
διατεθειμένος να αγγίξει την όποια
τραγωδία και να τη μετατρέψει σε ευτυχία,
Μίδας, έχει προ πολλού αποβιώσει, ο νόμος
του Μέρφι θα λάβει τη θέση του βασιλιά
και η κάθοδος θα αποδειχτεί άμεση και
βίαιη.


Επιστρατεύοντας
το χιούμορ που μετατρέπει το μαύρο της
δυστυχίας στο γκρι της παρωδίας, ο
Κισλόφσκι εδώ πιάνει στα σκηνοθετικά
του χέρια όλα εκείνα τα όνειρα-παραφουσκωμένα
μπαλόνια που ξεφουσκώνουν με μία μόνο
καρφίτσα, επιδέξια κρυμμένη, στην τσέπη
της τύχης.