ΓΛΙΣΤΕΡΗ ΛΙΜΝΗ

Έτρωγα μια γερή με εκείνο το μακρύ ξύλο του φούρνου στην
κορυφή του μικρού μου κεφαλιού, όποτε τα κατάφερνα να αναδυθώ λίγα εκατοστά
πάνω από την επιφάνεια της γλιστερής λίμνης. Με το μακρύ ξύλο μου παρέδιδαν και την τροφή μου. Όταν το μήκος
του σώματός μου έγινε τόσο, ώστε να πατώνω και με τις τεχνικές που είχα
αναπτύξει να ισορροπώ στον πυθμένα, οι κατραπακιές με το μακρύ ξύλο πλήθυναν,
αφού έβγαζα το καστανό μου κεφάλι όλο και συχνότερα. Έφτανε λοιπόν να μην
φαίνομαι και προς θεού να μην ακούγομαι, γιατί πράγματι οι κραυγές μου ήταν
ενοχλητικές. Δεν είχαν καν το χαρακτήρα της κραυγής ενός ζώου, που το κάνει να
ξεχωρίζει από ένα άλλο ζώο.

Μεγάλωσα, έβγαλα παντού τρίχες, οι πλάτες μου φάρδυναν και
οι πατούσες μου μάκρυναν. Έγινα πονηρός. Βρήκα μια εσοχή κοντά στην επιφάνεια
από όπου μπορούσα, με λίγη προφύλαξη, να παρατηρώ την οικογένειά μου χωρίς να
με βλέπουν. Επειδή είχα πια την πονηριά να μην φαίνομαι, αφού αυτό σήμαινε
άμεση κατραπακιά, είχαν και εκείνοι χαλαρώσει την αδιάκοπη επιτήρηση της
λίμνης. Άρχισα να σχεδιάζω τη διαφυγή μου. Είχα παρατηρήσει πως η πιο χαλαρή
στιγμή τους ήταν μετά το μεσημεριανό τους φαγητό και αφού είχαν ρίξει κρασί
στις χοντρές κοιλιές τους, αλλά πριν ανάψουν τα αίματα και πιαστούν στα χεριά,
από κάποια παραπάνω κουβέντα που κάποιος έλεγε και κάποιος στραβόπαιρνε. Θα
γραπωνόμουν από εκείνες τις μικρές πέτρες, που εξείχαν στα τοιχώματα της λίμνης
και που είχα προσεκτικά καθαρίσει από την πράσινή τους επικάλυψη με τα νύχια
μου, πρώτα κεφάλι και ώμοι και μετά το υπόλοιπο σώμα. Σερνάμενος θα περνούσα
κάτω από τα πόδια τους, με προσοχή να μην τους αγγίξει το βρεγμένο σώμα μου και
ανατριχιάσουν και θα έβγαινα αθόρυβα από την είσοδο, που είχε για πόρτα μια
λερή κουβέρτα. Έτσι και έγινε και κατάφερα να διαφύγω.

Στις 11 Ιουνίου χρονολογίας ψ παντρεύτηκα μια μικρόσωμη
γυναίκα που έλεγε πως της άρεσε ο πρωτόγονος που κρύβω μέσα μου και το γούστο
μου στο ντύσιμο. Έμαθα να γράφω και να διαβάζω και μάλιστα αποστήθιζα ολόκληρες
σελίδες σοβαρών βιβλίων, τις οποίες μετά παρουσίαζα βροντόφωνα σε συντροφιές σαν δικές μου ιδέες.
Πού και πού επισκέπτομαι τους γέρους γονείς μου, που έτσι για να γελάσουμε και
πραγμάτι γελάμε πολύ μου ρίχνουν καμιά γερή κατραπακιά με το ξύλο του ψωμιού
στο καραφλό μου κεφάλι.