Πηνελόπη Ζαρδούκα, Το
Φάντασμα

Παρέα
με τα φαντάσματα, μια κατοπινή συνήθεια

που
δεν τη βρίσκεις στη ζωή μα ούτε στα
παραμύθια

πνιγμένη
μέσα μου βαθιά στης θάλασσας τα βάθη

το
όνομα του φαντάσματος κανένας να μη
μάθει.

Κυματοθραύστης
σιωπηλός στην άκρη απ’ το λιμάνι

κόβει
το κύμα ένα σωρό στου ποτηριού την πλάνη

όλη
η βιοτή μου μια ματιά στου φαντάσματος
το βλέμμα

που
είναι φίλος μου καλός, κι αυτό δεν είναι
ψέμα.

Αναρριχώμενο
φυτό από σύρμα στο σκοτάδι

κερνάει
σκουρόμορφο υγρό από αβαθές πηγάδι

άσπρο
το φάντασμα κι ωχρό, κατάχλωμο καράβι

πυκνές,
φαρδιές τις βελονιές κατάστηθα μου
ράβει.

Αντιφεγγίζει
σιγαλά μια λάμψη σακατεμένη

στην
τρικυμία της ζωής, λιγνός ο φάρος και
προσμένει

μακρύ
πέπλο σεργιανίζει απ’ άκρη σ’ άκρη του
μυαλού

είμαι
το Φάντασμα εγώ, ένα σημάδι του καιρού.

Ίος,
καλοκαίρι 2018