ΟΙ ΚΗΠΟΙ
Την ήξερα εδώ και λίγα χρόνια. Ήξερα το σπίτι της στην άκρη της πόλης, ήξερα τον κήπο της ,όμορφο και πλούσιο σε κάθε εποχή. ’Ήξερα τον τρόπο που περπατούσε, γρήγορη σαν ελαφίνα παρά την ηλικία της, κόντευε τα εβδομήντα. Άκουγα τα τραγούδια της όταν φρόντιζε τον κήπο της. Όχι τους στίχους, τις μελωδίες. Ένιωθα αυτήν την διεγερτική χαρά που σκορπούσε στο πέρασμά της λίγο αν τύχαινε να την συναντήσεις έστω τυχαία. Λίγο αν σε κοίταζε μ’ εκείνα τα γελαστά μάτια της.
Και σήμερα ήταν εκεί στην τράπεζα των παραδοσιακών σπόρων στο νησί ,όταν παίρνοντας τα σακουλάκια για τον καινούργιο ανοιξιάτικο κήπο είπε μ’ έναν τρόπο απαράμιλλης χάρης κοιτάζοντας όλους εμάς:
-Θα σας χαιρετήσω παραφράζοντας δύο στίχους. Έχετε το νου σας στους κήπους, γιατί αν σωθούν οι κήποι υπάρχει ελπίδα.
Ένας παιδικός ενθουσιασμός μας κυρίεψε και φωνάζαμε ευτυχισμένοι αυτούς τους στίχους και κάποιοι είπαν: Αυτό πρέπει να είναι το σύνθημα της ομάδας μας κι εκείνη χωρίς κανείς να το αντιληφτεί είχε φύγει.
Τότε ήταν που με κυρίεψε ένας κακός θυμός. Θύμωσα μαζί της γιατί ήταν τόσο φωτεινή ύπαρξη, θύμωσα γιατί μπορούσε να ενθουσιάζει τον κόσμο, γιατί ξέραμε γι’ αυτήν μόνο αυτά που η ίδια ήθελε να ξέρουμε. Θύμωσα για την δύναμή της γιατί εγώ αυτόν τον καιρό ήμουν παραδομένη στις θλίψεις μου, στις ήττες μου.
Προχθές είδα στην Κακή Βίγλα ανθισμένες αμυγδαλιές και ξαφνιάστηκα.
-Τι έγινε; Είπα. Πέρασε ο χειμώνας;
Κι ένιωσα πως τον έχασα αυτόν τον χειμώνα, δεν τον έζησα γιατί περίμενα…Ναι περίμενα όχι τίποτα σπουδαίο, περίμενα το τέλος μιας οικονομικής εκκρεμότητας. Έχασα τον χειμώνα για αναγκαία αλλά ταπεινή προσμονή.
Ήμουν παραδομένη στην θλίψη μου για τον θάνατο ενός φίλου που ήθελε να περπατήσει καινούργιους δρόμους αλλά ξέχασε πως οι ύαινες προτιμούν πάντα το αίμα.
Έτρεξα ξοπίσω της. Σε λίγο περπατούσα δίπλα της.
-Πες μου πού ζούσες πριν έρθεις εδώ; Πού είναι οι δικοί σου; Δεν θα σε παρακαλέσω, αλλά θα επιμείνω τόσο πολύ που δεν θα μπορέσεις να μην μου πεις. Θέλω να μάθω τι αρνήθηκες στην ζωή σου; Θέλω να μάθω πως έφτασες να ζεις έτσι όπως ζεις;.
-Τι αρνήθηκα στην ζωή μου ε; είπε και γέλασε χαρούμενα.
Κι ύστερα εγώ βρέθηκα φαρδιά πλατιά πεσμένη στον δρόμο.. Όχι δεν αμφέβαλλα. Μου είχε βάλει τρικλοποδιά και πριν μ’ αφήσει έτσι πεσμένη μου είπε:
-Αρνήθηκα τους επίμονους κριτές μου, προσπέρασα και προσπερνώ τους περίεργους που πιστεύουν πως μπορούν να με αναγκάσουν να απολογηθώ απαντώντας στις ερωτήσεις τους. Είμαι αυτό που νιώθεις όταν με βλέπεις , όταν ακούς τα τραγούδια μου. Αυτό είναι αρκετό. Τι τα θέλεις όλα τα άλλα;
Δρασκέλισε με χάρη το πεσμένο μου σώμα κι έφυγε με τρόπο χορευτικό. Την άκουγα που έλεγε πάλι.
– Έχετε τον νου σας στους κήπους
γιατί αν σωθούν οι κήποι υπάρχει ελπίδα…