Προμηθεύω
ανθρώπους με βιβλία που βρίσκω στην μαύρη αγορά

μια και η
ανάγνωση οποιουδήποτε βιβλίου εδώ απαγορεύεται ρητά

όμως οι άνθρωποι
είναι ζωντανοί και θυμούνται

οι αναγνώστες, οι
πιο ευγενικοί, και δεν είναι όλοι τους τέτοιοι

με βάζουν να
γευματίσω ενώ περιμένω

ή ακόμη να
κοιμηθώ σε ένα ντιβάνι που έχουν ειδικά για αυτόν τον σκοπό

η ανάγνωση μπορεί
να διαρκέσει μέρες ακόμη και χρόνια

αποζημιώνομαι από
τις συχνές επινοικιάσεις

είναι επικίνδυνη
δουλειά το βλέπω στα πρόσωπά τους

κάποιος κύριος
ζητάειKAFKA, την «ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ», πληρώνει όσο του ζητήσω

διαβάζει την
νουβέλα με έναν φακό μες στη σκοτεινή κάμαρη

καθώς παρατηρώ
αδιάφορα την κίνηση έξω από το παράθυρο

«φοβάμαι μήπως
γίνω σκουλήκι» μου λέει

καθώς ρίχνω το
βιβλίο μες στη δερμάτινη βαλίτσα

κάποιος διαβάζει
και χαμογελάει πικρά

κάποιος διαβάζει
και κλαίει.

*

το απόλυτο

αλλάζει
ρούχα

με τις
εποχές

εδώ
ρίχτηκα

παράθυρο
γκιλοτίνα

όταν
ξάφνου μέσα μου

σκιρτά ένα
λουλούδι

κόκκινο

τότε λέω
πως ο άνεμος

λυγίζει
τις κορυφές

των
δένδρων ή

χιόνι

κάτι

έσκυψα και
κοίταξα

την ψυχή
μου

ήταν
διαλυμένη

αυτός ο
κόσμος θα τελειώσει.

*

Ανοιχτά
στο σκοτάδι

παράθυρα
βουβά χάσκουν

Άδεια
δωμάτια εγκαταλελειμμένα

σε έναν
Ουρανό που έχει

ξεχαστεί
σε έναν βαθύ

γαλάζιο
μαύρο λήθαργο

Από ψηλά
σαν από ένα υπερώο

κρυφά
παρατηρώ αυτές

τις
γνώριμες και μακρινές

ανθρώπινες
φιγούρες που

δεν
ομιλούν πια και που

πάλλονται
από ένα κίτρινο

ασθενικό
φως απερίγραπτα

θλιμμένες

Ω μάτια –
χέρια λεπτά

δρόμοι
λεπίδες, κάποτε

μες στις
τσέπες του παλτού μου

βρίσκω τα
χέρια ενός άλλου.