εκδ/ Γαβριηλίδης
ΚΑΛΗΜΕΡΑ
Κάθε μέρα ἀνοίγεται
στό φῶς.
Ζωή δισύλλαβη ἁπλώνει
βήματα δειλά
ρουφώντας τοῦ πρώτου
ἥλιου τίς ριπές.
Ἡ αὐγή ἀποσύρεται σάν
ξένος πού δέν ἦρθε,
κι ἀφήνει τήν ἀνάσα
της, ἀγγελικό σπασμό,
στό μέτωπο τοῦ κόσμου
πού ἀνατέλλει.
Κάθε μέρα κρέμεται στό
φῶς.
Συλλέγει νιάτα καί
φθορά
καί καταπίνει ὧρες,
καλπάζει σ᾽ ἀνεμόδαρτη
τροχιά
καί στ᾽ οὐρανοῦ τά
σχήματα
κρύβει σύμβολα
δημιουργίας.
Κάθε μέρα ἀρχίζει μέ
τήν ἴδια λέξη.
Πόρτες σ᾽ ὁρίζοντα
ἁγνό
τά βλέφαρα ἀνοίγουν,
τά μάτια τρέφονται μέ
φῶς
καί ἡ ζωή μαθαίνει τί
θά πεῖ
θνητή σοδειά και ποθητή
γαλήνη.
ΗΘΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Ἡ νύχτα μέ προσδοκίες
ὀνειρεύεται
καί πρίν τήν καλημέρα
τῆς αὐγῆς
σπέρνει ἀνέμελα ἔρωτες
σαρκοβόρους.
Ἡ νύχτα ἐμψυχώνει κάθε
ἀναπηρία
ποτίζοντας τή στέρηση
μέ οἰνοπνεύματα τῆς
πλάνης.
Ἡ νύχτα παραληρεῖ μέ
τό τραγούδι της:
«Πειθήνια ὁ μεθυσμένος
ἄγγελος
θυμίαμα ἀποθέτει
τούς χυμούς του
αἰχμάλωτος στήν
πτητική σαγήνη μου
ὑπήκοος στό μαρτύριο
τῆς νιότης.
Ἐπίορκο πλάσμα
εὐλύγιστο
ὁμόκλινο τοῦ αἳματος
ἀναιμικό θά σέ προσφέρω
στόν στιγμιαῖο θάνατο
– n᾽oublies pas que tu vas mourir –
γιά ν᾽ ἀποδώσω τά
ὀφειλόμενα
στη φωτοφόρο ἡμέρα».
Ἡ νύχτα μέ τή λαχτάρα
τοῦ φωτός στό μέτωπό της
ἐγκαταλείπει τούς
βαθύσκιους λειμῶνες
διασκελίζοντας τά πιό
πένθιμα ὄνειρά της.