Δύο ποιήματα από το βιβλίο 

“Αιώνια, το Βερολίνο” (Θράκα, 2018) του Βασίλη Τσιρώνη

Όταν διακόπτονται οι εξομολογήσεις

Μου είχες μιλήσει για τη θεά των όφεων
Με το ελεφάντινο στήθος της σαν καμπύλο σύμπαν
Προτού την σπαράξουν τα θεόρατα κύματα
Για το ζωντανό σκοτάδι που σε παραμόνευε
στο ποτήρι του κρασιού
και τα πρόσωπα που χορτάριαζαν λησμονημένα
στο αχαρτογράφητο ρήγμα της ψυχής
Όταν άνοιξε η πόρτα του εστιατορίου
και όρμησε κόσμος πολύς και λιγυρός
όμορφοι άγριοι θηρευτές πάνω στα άλογά τους
Δέντρα και πουλιά καταποντισμένων τόπων
Και στα παράθυρα είδαμε μυριάδες βλέμματα
να συντελούνται
Αστραφτερή οργή που έζωνε τα πάντα

***

Ό,τι απομένει

 Τη νύχτα εκείνη
που στάθηκα απέναντι από τα χείλη σου
Στο ταπεινό Μόαμπιτ
Και ζύγισα για μια στιγμή το φόβο και τη θνητότητά μου
Είδα μια άβυσσο να βουλιάζει ανάμεσά μας και όλοι οι αιώνες
των ανθρώπων ανασάλευαν μες στο λαιμό του χρόνου
Άνθη και αλλοτινά αγγίγματα ανέλπιδα ερωτευμένων
Ό,τι απόμεινε και θα απομένει ως τη συντέλεια των χρόνων