Ζέττα Μπαρμπαρέσσου

Τα πουκάμισα

“Ρωμαϊκή Ώχρα και άλλες ιστορίες”

Εκδόσεις Θράκα, Δεκέμβριος 2017

* * *

Αγαπημένε μου Φ.,

ξυπνάω σήμερα το πρωί και λέω πρέπει να γράψω το όνειρο, γιατί μετά θα το ξεχάσω. Να γράψω ό,τι είδα. Με ακρίβεια. Γιατί, αν περάσει η ώρα και το σκεφτώ και το ξανασκεφτώ, θ’ αρχίσω να βάζω μέσα και δικά μου. Πρέπει να είμαι προσεκτική. Ούτε περικοπές πρέπει να κάνω από φόβο μήπως και πλατειάσω. Γιατί, τότε, θα είναι πάλι ένα φτιαχτό όνειρο, όχι αυτό που είδα. Να ζητήσω χαρτί και στυλό. Μπορούν να μου δώσουν. Η γραφική ύλη δεν είναι ούτε φαγητό ούτε ποτό. Άρα δε θα με βλάψει. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου να μη σκέφτεται το όνειρο. Να μην αλλοιωθεί από το πολύ αναμάσημα. Μέχρι τη στιγμή που θα ’ρθει η κοπέλα. Και θα της ζητήσω χαρτί και μολύβι.

Η πρώτη της δουλειά, κάθε πρωί, είναι ν’ ανοίξει τις περσίδες. Συγχρόνως προσποιείται ένα ξέγνοιαστο καλημέρισμα. Τρεις είναι οι κοπέλες αλλά στην πραγματικότητα μόνο μια, σαν να είναι πάντα η ίδια. Κινείται με τον αποστειρωμένο τρόπο μιας λευκής γκέισας, κάθε της ενέργεια μέρος ενός τελετουργικού. Στροβιλίζεται με άνεση μέσα στο δωμάτιο. Πετάει κάτι σκόρπιες λέξεις. Στέκεται όρθια από πάνω μου. Μερικές φορές την κοιτάζω έντονα. Κατάματα. Όταν το περιβραχιόνιο γύρω απ’ το χέρι μου είναι πολύ σφιχτό. Δε φαίνεται να με καταλαβαίνει. Ή, ίσως, να μην πρέπει ν’ ασχοληθεί μαζί μου. Θέλω να φωνάξω. Το ξεπερνάω. Αφήνομαι στο σφίξιμο. Κλείνω τα μάτια. Καθώς ο μαύρος ιμάντας φουσκώνει μου φαίνεται ότι αποκτάει χρώματα. Τον βλέπω να γίνεται ένα πολύχρωμο μπαλόνι. Να γεμίζει μ’ εκείνο το αέριο, το ήλιο, σαν τα μπαλόνια που μου αγόραζαν όταν ήμουν παιδί. Τα έχανα αμέσως. Ο ελαφρύς σπάγκος κατάφερνε να δραπετεύσει μ’ ευκολία απ’ τα κλειστά μου δάχτυλα. Δεν παραπονιόμουν. Επίτηδες του βάζουν μέσα ήλιο, επειδή πάει να βρει τον ήλιο, με καθησύχαζαν. Η κοπέλα φεύγει χωρίς να πει γεια. Αφήνει τον υδραυλικό μηχανισμό να φροντίσει για το κλείσιμο της πόρτας.

Αγαπημένε μου Φ.,

όλο λέω να μην αφήσω το όνειρο να στριφογυρίζει μέσα στο κεφάλι μου κι όλο δεν τα καταφέρνω. Σε είδα στον ύπνο μου, όρθιο μέσα σε καλοκαιρινό τοπίο. Καλοκαιρινό, επειδή η ακίνητη ατμόσφαιρα έδειχνε ζεστή. Είχες διπλωμένα μέχρι τους αγκώνες τα μανίκια του καρό πουκαμίσου. Ένα καρό απροσδιόριστο ως προς το χρώμα και το μέγεθος των τετραγώνων. Σα να περιείχε όλα τα καρό πουκάμισα που φόρεσες στη ζωή σου αλλά και κανένα απ’ αυτά. Ήταν νύχτα, λεπτομέρειες του χώρου δε διέκρινα. Εσένα σ’ έβλεπα πεντακάθαρα. Στεκόσουν απέναντι μου, χωρίς να ξέρεις ότι ήμουν εκεί.Κι εγώ δεν ήμουν ακριβώς απέναντι σου. Ακριβώς δεν υπάρχει μέσα στο όνειρο γι’ αυτόν που ονειρεύεται. Διαθέτει την όραση θεατή κινηματογραφικής ταινίας, τα πάνθ’ ορά και ταυτόχρονα έχει την αίσθηση ότι συμμετέχει. Η όψη σου ήταν ξεκούραστη, όπως μετά από μεσημεριανή σιέστα. Οι μικρές ρυτίδες γύρω απ’ τα μάτια σου μισοσβησμένες, το μέτωπο σου χωρίς τις οριζόντιες ζάρες που συνήθως το συρρίκνωναν. Είχες τη συνήθεια να στέκεσαι στα πιο σκοτεινά σημεία και αυτό σ’ έκανε να μισοκλείνεις τα μάτια μπροστά στις κακοφωτισμένες εικόνες. Στο όνειρο, όμως, σου έλειπε αυτή η ακούσια κίνηση των βλεφάρων. Βρισκόσουν κάτω από κάποια αθέατη πηγή φωτός. Παρακολουθούσες με προσοχή ό,τι συνέβαινε γύρω σου. Σίγουρα υπήρχαν κι άλλοι εκεί μαζί σου, εκεί μαζί μας. Ασαφής η παρουσία τους. Ακούγονταν μόνο απόηχοι φωνών, γέλιων, ψιθύρων, θόρυβοι από γυαλικά και μαχαιροπήρουνα, στο βάθος μουσική. Σε πλησίασα και σου μίλησα. Δε μ’ άκουσες. Δε μ’ είδες. Ακούμπησα το μάγουλο στον ώμο σου. Μύρισα το οικείο μίγμα ιδρώτα και ταλκ. Τα ρούχα και τ’ ασπρόρουχα στο σπίτι μας ανάδιναν μυρωδιά ταλκ. Και πιο πολύ τα σεντόνια. Την κρατούσαν κλεισμένη μέσα τους, όταν έμεναν τακτοποιημένα στην ντουλάπα. Την άφηναν να ξεδιπλωθεί μαζί τους, όταν τα έστρωνα στο κρεβάτι. Αθόρυβοι αυτόπτες μάρτυρες των κινήσεων μας.

Εδώ τα σεντόνια βγάζουν, με το παραμικρό, κάτι χάρτινους ήχους. Είναι σκληρά και άοσμα. Τώρα πια τα ’χω συνηθίσει. Δε μου φαίνονται αφιλόξενα τα σεντόνια. Ίσα ίσα. Τα προσέχω. Τα παρατηρώ να καλύπτουν ένα όλο και πιο επίπεδο σώμα. Να εγκλωβίζουν το φως στις γεωμετρικές τσακίσεις τους κατά τη διάρκεια της μέρας.Φως γαλαζωπό το πρωί, κίτρινο το μεσημέρι, σκληρό λευκό του πάγου, όταν ανάβουν οι λάμπες αργά το απόγευμα. Τις νύχτες τα σεντόνια αφήνουν όλο το φυλακισμένο φως ελεύθερο να γεμίζει το δωμάτιο. Τότε το παράθυρο ανοίγει από μόνο του. Διάπλατα. Αλλοπρόσαλλες πνοές αέρα διογκώνουν τα κλινοσκεπάσματα. Ο υφασμάτινος θόλος τους από πάνω μου. Προστατευμένη μέσα στο πάνινο ιγκλού μου, αφήνω το βλέμμα να διατρέξει όλο το σώμα. Αναρωτιέμαι αν το άσπρο νυχτικό είναι φτιαγμένο από το υλικό των σεντονιών. Αν το άγγιζα, θα μπορούσα να το διαπιστώσω. Κατεβαίνω. Κάθε μέρα αλλαγές στη γεωγραφία του κορμιού. Φλέβες και αρτηρίες, τα φουσκωμένα ποτάμια του. Άσαρκοι μηροί, εξογκωμένα γόνατα, γάμπες με άφυλο σχήμα τα τοπία του. Σταματάω στα δάχτυλα των ποδιών. Πόσο μακριά και ταυτόχρονα πόσο κοντά μου στέκονται τα δέκα μικρά μέλη. Άσχημα, ασουλούπωτα σαν αποτυχημένα εκμαγεία. Ποτέ δε μου άρεσαν τα πέδιλα.

Αγαπημένε μου Φ.,

άφησα πάλι τη σκέψη μου να λοξοδρομήσει. Όχι για πολύ. Σύντομα θα βρω χαρτί και μολύβι. Για να καταγράψω το αποψινό όνειρο με όλες τις λεπτομέρειες του. Εσένα. Το φως απ’ τα αόρατα λαμπιόνια. Τους ήχους της καλοκαιρινής ομήγυρης.

Επειδή τα όνειρα τα θυμάσαι όσο είναι φρέσκα.

Επειδή, μόλις ξυπνάς, θες να διηγηθείς οπωσδήποτε σε κάποιον το όνειρο που έχεις δει. Το κακό για να το ξορκίσεις, το καλό για να το μοιραστείς.

Χωράνε, όμως, μέσα σ’ ένα όνειρο, όλα τα καρό πουκάμισα της ζωής σου;