Κωνσταντίνος Γαλάνης

Ποίμνιο

Προχθές
περπατώντας στο δάσος άκουσες την έκρηξη
ενός κουκουναριού. Έστρεψες τα μάτια
στον ουρανό καρφώνοντας την γκλίτσα
σου στο χώμα. Πιστοί, αμνοί το ‘χαν
οργώσει τριάντα τρεις φορές και εσύ το
φίλεψες λίπασμα για της Γης την καρποφορία
. Παρέκει ένα τσίγκινο μαντρί μύριζε
ζωή. Η καμινάδα κάπνιζε μανιωδώς. Η βροχή
στόλιζε τον μαύρο σου σκούφο αναγκάζοντας
τις πλεξούδες των χεριών σου να σφίγγουν
το ξύλο του ραβδιού με δύναμη εφηβική.
Φτάνεις στην πόρτα απέξω. Χτυπάς φορές
τρεις. Κανείς. Μπαίνεις με ορμή. Το τζάκι
καίει στη γωνία και τρία κάστανα
ροδοβολίζονται στην πέτρινη φτέρη του.
Σανίδες σάπιες, ωχρές στο χρώμα σκεπάζουν
τ’ ανταριασμένο χώμα. Σκύβεις και το
μυρίζεις. Θειάφι. Στον τοίχο μια εικόνα
στέκει στραβά μ’ έναν Άγιο να καρφώνει
το κοντάρι στο χώμα. Ο δράκος ξέβραζε
αίμα. Άπιστος κι αυτός. Προτίμησε ένα
δράμι φαρμάκι απ’ την ένδοξη λόγχη του
καβαλάρη. Πέφτεις στα γόνατα και κλαις.
Παιδί σωστό. Βγάζεις το βρεγμένο σου
φωτοστέφανο απ’ τη μάλλινη σκούφια και
τ’ ακουμπάς στις παγωμένες οπλές του
βαλσαμωμένου σου αλόγου. Τα κάστανα
ροδοκόκκινα τυλίγουν το σπέρμα του
καμένου ξύλου κι ο καπνός στριφογυρίζει
ψηλά στον ουρανό για να σημάνει το τέλος
της ημέρας. Ο ρόλος της ζωής ξαπλωμένος
ράθυμα σε μια λευκή προβειά περιμένει
τους πιστούς να σημαδέψουν σταυρωτά το
μεταλλικό κατώφλι ή με του κεριού το
φως να σμίξουν το φίδι με το θειάφι.