ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΕ ΜΙΑ
ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

Άνοιξε
την πόρτα και βρέθηκε σε ένα μακρόστενο,
απομονωμένο διάδρομο. Που και που μόνο
εμφανίζονταν ορισμένοι διοπτροφόροι
υπάλληλοι προσπερνώντας τον αδιάφορα.
Τα βήματά τους αντηχούσαν παγερά στον
χώρο. Όταν μπήκε στην πρώτη αίθουσα
βούλιαξε στην οχλοβοή. Ένα κουβάρι
ανθρώπων καβγάδιζε με φωνές και
απειλητικές χειρονομίες γύρω απ’ το
μηχάνημα που τύπωνε τους αριθμούς
προτεραιότητας. Ο τεχνικός της υπηρεσίας
κατέφθασε μ’ ένα βαλιτσάκι εργαλείων
στο χέρι. Άνοιξε το πλήθος σπρώχνοντας,
μετά τους διαβεβαίωσε ότι η επιδιόρθωση
του μηχανήματος δεν θα αργούσε. Τότε
εκείνοι μετακινήθηκαν κι έστησαν μια
ατέλειωτη ουρά λοξοκοιτώντας ο ένας
τον άλλο. Πρησμένα δάχτυλα φούσκωναν
ολοένα και περισσότερο μες στα παπούτσια
τους απ’ τον συνωστισμό, τα βλέμματα
υπεροψίας και τα χλευαστικά τους
μουρμουρητά δεν έλειπαν.

Έφτασε
η σειρά του. Ένας κύριος με πρόσωπο
φώκιας τον έσπρωξε με το μπαστούνι του.
Η γυναίκα με τα κατσαρά μαλλιά στον
γκισέ ρούφηξε το τσιγάρο της κοιτώντας
τον μέσα απ’ τον καπνό. «Όνομα κύριε»,
είπε. Ο άντρας έσκυψε. «Ιάκωβος Ταβής
του Γρηγορίου.» Η γυναίκα τράβηξε άλλη
μια τζούρα περιμένοντας. «Ήρθα να
καταθέσω τη φορολογική μου δήλωση.»
Ακολούθησε μια ατέρμονη διαδικασία
ερωτήσεων και απαντήσεων. Οι άνθρωποι
από πίσω απειλούσαν, οργή και αγανάκτηση
ξεχείλιζε απ’ τα κεφάλια τους. Το
μηχάνημα είχε επιδιορθωθεί αλλά κανείς
δεν τολμούσε να κουνηθεί απ’ τη θέση
του. Ο Ιάκωβος πήρε, με τα πολλά, την
έγκριση της υπαλλήλου που τον παρέπεμπε
στον επάνω όροφο. Το μωσαϊκό του πατώματος
έμοιαζε με απολίθωμα. Περισσότεροι
άνθρωποι ασφυκτιούσαν στις ουρές.
Ανέβηκε μια ελικοειδή σκάλα, στηρίγματα
δεν υπήρχαν, τα σκαλιά ήταν ψηλά και
κουραστικά. Έφτασε σε μια αδειανή αίθουσα
με ένα γραφείο στο βάθος. Η κομψή υπάλληλος
του είπε ότι ο όροφος που έψαχνε βρισκόταν
ακόμα παραπάνω. Φεύγοντας, παρατήρησε
σάλια στις άκρες των χειλιών της και
αηδίασε με την αντίθεση που έκαναν με
τα μεγάλα της μάτια. Ο Ιάκωβος στάθηκε
να ξαποστάσει μπροστά απ’ το μοναδικό
παράθυρο της αίθουσας. Η ράχη ενός
θηριώδους κτιρίου περιόριζε το οπτικό
του πεδίο ώσπου έσμιγε με τον γκρίζο
ουρανό. Κάτω, ένας χοντρός κύριος με
φαλάκρα ωρυόταν κατά της συζύγου του
και κάθε μισό λεπτό που περνούσε, κοβόταν
κι από ένα κουμπί στο πουκάμισό του.
Σκέφτηκε ότι έτσι επικίνδυνα που είχε
κοκκινίσει, εάν έσκαγε, το αίμα του θα
έπνιγε ολόκληρη την πόλη, ακαριαία,
ανεβαίνοντας μέχρι τις ταράτσες σαν
παραφουσκωμένος καφές που τσιτσιρίζει
στο μπρίκι. Τραβήχτηκε απ’ το παράθυρο,
την ίδια στιγμή η υπάλληλος ετοιμαζόταν
να του ανακοινώσει ότι δεν μπορούσε να
παραμείνει παραπάνω στην αίθουσα άνευ
λόγου, αλλά δεν πρόλαβε.

Όσο ανέβαινε, η
ελικοειδής σκάλα γινόταν ολοένα
κατακόρυφη, ολοένα κουραστική. Τα πόδια
του βάρυναν. Έφτασε στον σωστό όροφο
σχεδόν ζαλισμένος. Το ταβάνι εκεί ήταν
χαμηλό και γεμάτο με ορθογώνιους
λαμπτήρες φθορισμού. Ο Ιάκωβος βάδισε
αργά πάνω στο σκούρο παρκέ αναπαράγοντας
παρατεταμένα τριξίματα. Ξαφνικά, αμέτρητα
κεφάλια υπαλλήλων γύρισαν προς το μέρος
του καρφώνοντάς τον. Τα γραφεία τους
απλώνονταν και διακλαδίζονταν παντού.
Περιεργάστηκε τον χώρο. Το πρόσωπό του
έκανε νευρικούς μορφασμούς. Πλησίασε
και ρώτησε τον κοντινότερο υπάλληλο
που βρήκε εάν μπορούσε να τον εξυπηρετήσει.
Ο υπάλληλος με το ατσαλάκωτο ύφος δε
μίλησε, παρά μόνο έβγαλε ένα μολύβι απ’
την τσέπη του πουκαμίσου του και έδειξε
προς το βάθος του διαδρόμου. Προχωρώντας,
του δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι, όσο
πήγαινε, άλλο τόσο το ταβάνι χαμήλωνε,
άλλο τόσο οι ήχοι από σελίδες που
γυρνούσαν μεγεθύνονταν στα αυτιά του,
άλλο τόσο το τέλος του διαδρόμου βάθαινε
και απομακρυνόταν. Ένα μπαστούνι τον
σκούντηξε στα πλευρά, ο κύριος με το
πρόσωπο φώκιας ‒τον ακολουθούσε σχεδόν
καταπόδας‒ του έγνεψε να βιαστεί. Τον
κατέκλυσε η ανάγκη να τρέξει. Σταμάτησε
πέφτοντας στο γραφείο του ανώτερου
υπαλλήλου, αρμόδιου για τις φορολογικές
δηλώσεις. Ο ανώτερος υπάλληλος σηκώθηκε
και τον έσπρωξε σε μια πλαστική καρέκλα
επιπλήττοντάς τον ταυτόχρονα για την
απροσεξία του. Του επισήμανε ότι ο νόμος
προέβλεπε κυρώσεις για τέτοιου είδους
συμπεριφορές μέσα σε δημόσιες υπηρεσίες.
Μόλις ο Ιάκωβος πήγε να μιλήσει, ο
ευτραφής άντρας με τα χοντρά γυαλιά και
το σκασμένο πρόσωπο, γράπωσε τα χαρτιά
απ’ τα χέρια του και άρχισε να τα
εξετάζει. Μετά από λίγο, ο ανώτερος
υπάλληλος του έγνεψε αρνητικά και τον
παρέπεμψε, με τη σειρά του, στον διευθυντή
της υπηρεσίας χωρίς να του διευκρινίσει
λεπτομερώς την αιτία. Βήματα ακούστηκαν
να κατεβαίνουν από ψηλά. Πιο γρήγορα κι
απ’ τη σκέψη, τα βήματα πλησίασαν και
μεταμορφώθηκαν σε ογκώδεις, μυστακοφόρους
αστυνομικούς. Ο Ιάκωβος ελίχθηκε ανάμεσα
τους ώσπου οι αστυνομικοί ξανάγιναν
βήματα και χάθηκαν. Ήταν βέβαιος πως
ούτε καν τον είχαν προσέξει. Έφτασε έξω
απ’ το γραφείο του διευθυντή υπηρεσίας.
Χάιδεψε την πόρτα. Αμέσως δυο μεγαλόσωμοι
άντρες, ντυμένοι με κοστούμια στο χρώμα
του τοίχου, πετάχτηκαν απ’ το πουθενά
και τον συγκράτησαν. Τους διηγήθηκε το
πρόβλημά του απ’ την αρχή. Οι άντρες
παρέμειναν ανέκφραστοι, του ανακοίνωσαν
ότι δεν επιτρεπόταν να ενοχλεί τον
διευθυντή χωρίς καμιά προειδοποίηση.
Προσπάθησε να τους εξηγήσει καλύτερα
αλλά μάταια. Μετά γύρισαν ξανά πίσω στις
θέσεις τους και έγιναν ένα με τον τοίχο
και πάλι. Ο διευθυντής άκουσε τη φασαρία,
φωνάζοντάς του, φανερά ενοχλημένος, να
περάσει. Καθόταν αναπαυτικά στη δερμάτινη
καρέκλα του διαβάζοντας κυβερνητικές
εφημερίδες. Ο Ιάκωβος πλησίασε και
προσκόμισε τα χαρτιά του στον ανώτατο
δημόσιο υπάλληλο. Εκείνος ανέβασε τα
γυαλιά απ’ την καμπούρα της μύτης του
στα μάτια και ξερόβηξε. Αφού πέρασε
κάποια ώρα εν μέσω σιγής, ο διευθυντής
πέταξε τα γυαλιά του στο γραφείο κι
ανασκουμπώθηκε. Γνωστοποίησε στον
αποκαμωμένο άντρα ότι εκκρεμούν εις
βάρος του φορολογικές ατασθαλίες και
ορισμένα ζητήματα απείθαρχης διαγωγής.
Προτού εκείνος προλάβει να αρθρώσει
λέξη ο διευθυντής χτύπησε το καμπανάκι.
Οι άντρες με τα κοστούμια μπούκαραν στο
δωμάτιο και έσυραν τον Ιάκωβο στο
ψηλότερο πάτωμα του κτιρίου. Το τελευταίο
σκαλοπάτι της ελικοειδούς σκάλας ήταν
τόσο ψηλό που ‒νόμισε‒ το ανέβηκε με
τα τέσσερα. Τον πέταξαν μέσα σε ένα
δωμάτιο που καλυπτόταν από ένα γυάλινο
θόλο. Ήταν μια ταράτσα με θέα σ’ ολόκληρη
την πόλη, αλλά το γυαλί που την περιέβαλε
είχε χρώμα γκρίζο κι έτσι όλα
διαδραματίζονταν σαν σε βουβή, ασπρόμαυρη
ταινία. Σε μια γωνιά, ένστολοι άντρες
με χοντρά κεφάλια έσερναν το βήμα τους.
Σε μια άλλη, άνθρωποι με σβηστά πρόσωπα
σώπαιναν και περίμεναν. Κοιτούσαν χωρίς
να βλέπουν, κομπάρσοι και παραγκωνισμένοι.
Ξεχασμένοι σ’ ένα έργο δίχως τελειωμό,
με μοναδική τους ελπίδα το έλεος του
σκηνοθέτη και την αφύπνιση των θεατών.
Ο Ιάκωβος στεκόταν όρθιος, απαρηγόρητος
και σκεφτικός. Ένας θόρυβος, που χαλούσε
την ησυχία, τον έκανε να στραφεί λίγα
μέτρα πιο πέρα: ένας αρουραίος ροκάνιζε
τη σόλα ενός παπουτσιού. Παραμέρισε
μερικούς αποχαυνωμένους πολίτες και
στη συνέχεια σύρθηκε ανάμεσα στα πόδια
άλλων που τον αγνοούσαν μιλώντας μεταξύ
τους και κουνώντας, κάθε τόσο, τα κεφάλια
τους πάνω-κάτω. Φτάνοντας στο σημείο,
σκούντηξε τη γυναίκα με το μαρμαρωμένο
βλέμμα προτρέποντάς της να αντιδράσει.
Εκείνη αδιαφορούσε. Στράφηκε στους
διπλανούς της. Όλοι ήταν απαθείς. Κι ας
είχαν φτάσει σχεδόν στο πόδι της τα
δόντια του τρωκτικού. Σήκωσε τα μπατζάκια
του κι έκανε να το κλωτσήσει. Δεν τα
κατάφερε καθώς ο αρουραίος σήκωσε
απότομα το κεφαλάκι του κι αμέσως μετά
τράπηκε σε φυγή τσιρίζοντας. Έτρεξε και
κρύφτηκε πίσω απ’ τα πόδια των αστυνομικών.
Οι αστυνομικοί σταμάτησαν το ανούσιο
πέρα-δώθε τους και κοίταξαν τον Ιάκωβο
ενοχλημένοι. Λες και προστάτευαν κάτι
το οποίο μισούσαν, σε τέτοιο βαθμό, που
το μίσος τους άγγιζε τη διαχωριστική
γραμμή της αγάπης. Τώρα ο αρουραίος
άρχισε να ροκανίζει αποφάγια από
τυρόπιτες και ψωμιά. Ο Ιάκωβος ένιωσε
το μπαστούνι του κυρίου με το πρόσωπο
φώκιας στα πλευρά του. Του έγνεφε να
ηρεμήσει. Έκλεισε τα μάτια και περίμενε
να ξημερώσει η επόμενη μέρα για να
προλάβει να πάρει καλό αριθμό
προτεραιότητας.