ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
Ο ΑΝΕΜΟΣ

Στις
βουνοπλαγιές του χωριού διανυκτερεύουν
αγροί γεμάτοι μιμόζες. Την εποχή της
συλλογής, κάποιες φορές, μακριά τους,
έχεις την ιδιαίτερα αρωματική συνάντηση
μιας κοπέλας της οποίας τα χέρια ήταν
όλη την ημέρα απασχολημένα με εύθραυστα
κλαδιά. Όμοια με λυχνάρι που η άλως του
μοσχοβολά, απομακρύνεται, με την πλάτη
στον ήλιο που γέρνει.

Ιεροσυλία
θα ήταν να της απευθύνεις τον λόγο.

Όταν
η εσπαντρίγια ποδοπατεί το χορτάρι,
τραβηχτείτε στην άκρη να περάσει. Θα
έχετε την ευκαιρία ίσως να διακρίνετε
στα χείλη της τη χίμαιρα της υγρασίας
της Νύχτας;

ΒΙΑΙΟΤΗΤΕΣ

Άναβε
το φανάρι. Αμέσως το αγκάλιαζε σαν φυλακή
κάποια αυλή. Αλιείς χελιών έρχονταν
εκεί να αναζητήσουν με τη βέργα τους τα
σπάνια βότανα με την ελπίδα να βρουν
κάτι τις πετονιές να δολώσουν. Των
αποβρασμάτων όλος ο υπόκοσμος ζητούσε
από ανάγκη καταφύγιο στον τόπο εκείνο.
Και κάθε βράδυ επαναλαμβανόταν το ίδιο
μοτίβο όπου μάρτυρας ανώνυμος και θύμα
ήμουν εγώ. Την απομόνωση επέλεξα και το
σκοτάδι.

Άστρο
του πεπρωμένου. Την πόρτα του κήπου των
νεκρών μισανοίγω. Συλλέγονται άνθη
δουλοπρεπή. Σύντροφοι του ανθρώπου. Του
Δημιουργού αυτιά.

Η
ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑΘΟΠΟΙΟΥ

Σ’
αγαπούσα. Αγαπούσα το πρόσωπό σου όμοιο
με πηγή αυλακωμένη από την καταιγίδα
και το μυστικό της τέχνης σου που σφράγιζε
το φιλί μου. Κάποιοι εμπιστεύονται μια
φαντασία ολοστρόγγυλη. Μου αρκεί να
φεύγω. Σχεδίασα απελπισμένος ένα καλάθι
τόσο μικρό, αγάπη μου, που μπόρεσαν
λυγαριές να το πλέξουν.

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ

Όλη
την ημέρα, βοηθώντας τον άνθρωπο, ο
σίδηρος ακούμπαγε το στέρνο του στη
φλεγόμενη λάσπη του σιδεράδικου.
Σιγά-σιγά, οι δίδυμες κλειδώσεις των
γονάτων έσπασαν τη λεπτή μεταλλική
νύχτα στο υπόγειο.

   Δίχως
να βιάζεται ο άνθρωπος τη δουλειά του
αφήνει. Τα χέρια βυθίζει για τελευταία
φορά στου ποταμού τη σκοτεινή πλευρά.
Θα μπορέσει επιτέλους να αρπάξει τον
παγωμένο βόμβο των φυκιών;

ΝΕΟΤΗΤΑ

Μακριά
από την ενέδρα των κεραμιδιών και του
Γολγοθά την ελεημοσύνη, γεννάτε εσείς,
όμηροι των πτηνών, σιντριβάνια. Η κλίση
του ανθρώπου φτιαγμένη από τη ναυτία
των σταχτών, του ανθρώπου που παλεύει
με τη γεμάτη εκδίκηση πρόνοια, δεν αρκεί
να σας λύσει τα μάγια.

Εγκώμιο,
γίναμε δεκτοί.

“Αν
ήμουν σιωπηλός σαν την πορεία της πέτρας
που είναι στον ήλιο πιστή και που η ίδια
αγνοεί τη ραμμένη από κισσό πληγή, αν
ήμουν ένα λευκό παιδί σαν δέντρο που
καλωσορίζει τους φόβους των μελισσών,
αν είχαν ζήσει οι λόφοι μέχρι το καλοκαίρι,
αν ο κεραυνός την πύλη του μου είχε
ανοίξει, αν οι νύχτες σου με είχαν
συγχωρέσει… ”

Βλέμμα,
οπωρώνας αστεριών, τα αγριολούλουδα, η
μοναξιά είναι ξέχωρα από εσάς! Το τραγούδι
την εξορία τελειώνει. Των αρνιών το
αεράκι φέρνει τη νέα ζωή.

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Τις
πεποιθήσεις μου έχω συνδέσει τη μία με
την άλλη και την Παρουσία σου μεγάλωσα.
Μια νέα
πορεία
στις

μέρες μου πρόσφερα στηριζόμενος σ’
αυτή την ευρύχωρη δύναμη. Τη βία που την
άνοδό μου περιορίζει απέρριψα. Πήρα
χλωμός τον καρπό της ισημερίας. Δεν με
υποτάσσει πια το μαντείο. Μπαίνω :
Αισθάνομαι ή όχι τη χάρη.

Γυαλίζει
η απειλή. Η παραλία που κάθε καλοκαίρι
πλημμύριζε από θρύλους οπισθοδρομικούς,
από Σίβυλλες με χέρια φορτωμένα
τσουκνίδες, ετοιμάζεται να σώσει
υπάρξεις. Ξέρω ότι η συνείδηση που
κινδυνεύει δεν έχει τίποτα να φοβηθεί
από την ομαλότητα.

ΠΑΛΙΟ
ΣΠΙΤΙ

Ανάμεσα
στη συσκότιση της χρονιάς και τη συγκίνηση
ενός δέντρου στο παράθυρο. Διέκοψες τις
δωρεές σου. Το λουλούδι του νερού
τριγυρίζει ένα πρόσωπο. Στο κατώφλι της
νύχτας η επιμονή της αυταπάτης σου
υποδέχεται το δάσος.

ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ

«Στου
ανέμου το χρυσό περιπλανήθηκα,
περιφρονώντας το καταφύγιο των χωριών
όπου ακραίοι σπαρακτικοί με είχαν
γνωρίσει. Από τον διάσπαρτο χείμαρρο
της ακίνητης ζωής είχα εκχυλίσει την
έντιμη έννοια της Ειρήνης. Έσκαγε με
αφρούς η ομορφιά από την παράξενη θήκη
της, χάριζε τριαντάφυλλα στα σιντριβάνια.»

Το
χιόνι τον εξέπληξε. Έσκυψε πάνω στο
θρυμματισμένο πρόσωπο, ρούφηξε άπληστα
τη δεισιδαιμονία. Έπειτα απομακρύνθηκε,
παρασυρμένος από την επιμονή του
κυματισμού αυτού, αυτού του μαλλιού.

ΕΠΕΤΕΙΟΣ

Τώρα
που έχεις ενώσει μιαν άνοιξη δίχως πάγο
με τα δάνεια κάποιας σφαγής που μπήκε
στην οδύσσεια των σταχτών της, θέρισε
τη συγκομιδή που συσσωρεύεται στον
ορίζοντα σχεδόν ανασφαλής, επανάφερέ
την στις ελπίδες που την περιβάλλουν
την ώρα που γεννιέται.

Να
σε κρατήσει η μέρα στο αμόνι της λευκής
της μανίας!

Το
στόμα σου φωνάζει τον αφανισμό των
ανακουφισμένων μαχαιριών. Τα ζεστά
μισάνοιχτα φίλτρα σου ορμούν στις
ελευθερίες.

Μονάχα
η ψυχή μιας εποχής σε απομακρύνει από
τον πυρήνα της αθωότητας.

ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ

Νερά
πράσινης αστραπής που ηχούν την έκσταση
προσώπου αγαπημένου, νερά από κρίματα
παλιά ραμμένα, άμορφα νερά, λεηλατημένα
από μια στέψη προσεχή… Ακόμη κι αν
έπρεπε να ανεχτεί τις προειδοποιήσεις
της φτωχής του μνήμης, χαιρετάει με τα
χείλη ο κρουνός την απόλυτη αγάπη του
φθινόπωρου.

Μοναδική
σοφία, εσύ που το μέλλον συνθέτεις χωρίς
να πιστεύεις στο βάρος που συντρίβει,
που αισθάνεται τον ηλεκτρισμό του
ταξιδιού να τινάζεται μέσα στο σώμα.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Ο
Ρενέ Σαρ (Ren
é
Char, 1907-1988) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους
ποιητές του εικοστού αιώνα, αλλά
ταυτόχρονα και ένας Γάλλος επαναστάτης,
θερμός υποστηρικτής της ελευθερίας,
που απέκτησε την αναγνώριση του έργου
του όσο ακόμα ζούσε. Το 1929, γνώρισε τον
Πωλ Ελυάρ και αναπτύχθηκε σιγά σιγά
μεταξύ τους μια μεγάλη φιλία. Το 1954 ο
Αλμπέρ Καμύ τον θεώρησε «τον πιο μεγάλο
εν ζωή ποιητή». Για ένα διάστημα
συγχρωτίστηκε με τους σουρεαλιστές της
εποχής του, Μπρετόν, Αραγκόν και Πικάσο,
αφήνοντας στο πέρασμά του το βαθύ
καλλιτεχνικό του στίγμα. Η ποίηση του
Ρενέ Σαρ, με γλαφυρή σιωπή, δείχνει την
επανάσταση του ποιητή και καλεί τον
αναγνώστη να αντισταθεί μέσα από την
ενδοσκόπηση.