εκδ. Μανδραγόρας

 

Με την πρώτη ποιητική της συλλογή, Μυθογονία, από τις εκδόσεις του Μανδραγόρα (άνοιξη 2015, σ. 40), η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη μας καλεί, εμμέσως, να επικοινωνήσουμε με την προσπάθειά της για την παραγωγή μύθου ή μύθων.

Στη σελίδα εννέα της συλλογής έχουν τυπωθεί δύο δείκτες, στους οποίους θεωρώ χρήσιμο να αναφερθώ: «I would like to call myself “the girl who wanted to be God”» της Sylvia Plath, και «Some metamorphosis that Ovid missed» της Αlicia Εlsbeth Stallings. Εκ προοιμίου λοιπόν, με τα δύο αυτά μότο, μας δίνεται το στίγμα μιας πορείας στο ενδιαμέσο πνευματικό πεδίο, εκεί όπου συναντιούνται τα συναισθήματα και οι πράξεις θεών, ανθρώπων και υπερανθρώπων. Διασαφηνίζεται ολοένα, καθώς προχωρά η ανάγνωση, ότι ενώ προφανώς πρόκειται για το εγχείρημα μιας προσωπικής ποιητικής μυθοπλασίας, η θεματική που επιλέγεται από την αρχή έως το τέλος του βιβλίου περιλαμβάνει ένα συλλογικό μέρος από τη μεριά των αρχαίων μύθων που μας έχουν παραδοθεί. Εκ της κατασκευής λοιπόν του ποιητικού υλικού, δικαιούμαστε να αναφερόμαστε σε διαδικασίες ζύμωσης, αφομοίωσης, σύνθεσης και ανασκευής από τα προϊόντα της συλλογικής συνείδησης, που συνιστούν τους μύθους και τις παραλλαγές τους, στη μοναδική ερμηνεία μιας ποιήτριας, την ποιητική αλήθεια της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη.

Άλλη παράμετρος στην οποία χρειάζεται, κατά τη γνώμη μου, να δώσουμε σημασία είναι πως είκοσι τέσσερα ονόματα γυναικών δίνουν τους τίτλους ισάριθμων ποιημάτων, ενώ το τελευταίο, 25ο, παίρνει το μοναδικό, ως τίτλο, ανδρικό όνομα, «Τρίτων» –όπου και πάλι ο θηλυκός παράγοντας παραμένει αδιαμφισβήτητος, αφού γίνεται φανερό πως είναι μόνο το ποιητικό υποκείμενο που απευθύνεται προς το άρρεν. Ποιες είναι αυτές οι γυναίκες; Θεές, μείζονες και ελάσσονες, κόρες θεών και θνητών με χαρακτηριστικές ικανότητες κι ιδιότητες, θνητές με παροιμιώδη γνωρίσματα, γυναίκες που οι μύθοι τους διαδόθηκαν κι άντεξαν χιλιάδες χρόνια. Απλά διαβάζοντας τα «Περιεχόμενα» του μικρού τόμου μπορούμε να κατανοήσουμε το παράδειγμα: Αράχνη, Αλκμήνη, Σεμέλη, Λητώ, Λήδα, Ήρα και άλλες, τόσες άλλες. Ας σημειωθεί εδώ η επιμορφωτική δύναμη της καλής ποίησης: ο αναγνώστης μπορεί να ενδιαφερθεί να διαβάσει περισσότερα για τους συγκεκριμένους μύθους.

Είναι άραγε τυχαίο που η συλλογή αρχίζει με την «Αράχνη»; Μια θνητή που με τα τεχνουργήματά της προκάλεσε τη δημιουργική δύναμη των θεών; Η ποίηση περιλαμβάνει ασέβεια και τόλμη απέναντι στην τάξη του κόσμου; Περαιτέρω, στο εν λόγω ποίημα τίθεται συγκριτικά και η σχέση των αρχαίων μύθων με τον χριστιανισμό. Επί τούτου, μάλιστα, σχολιάζοντας πάνω στο θέμα του ποιήματος «Άλκηστις» με ενδιαφέρει περισσότερο ένα μέρος με το οποίο δεν καταπιάνεται η Κορρυβάντη (προτείνω λοιπόν εμμέσως στην ποιήτρια μια «Άλκηστις ΙΙ»), η επαναφορά, δηλαδή, στη ζωή μιας θνητής. Αυτό το μέρος του μύθου, που διδάχτηκε σε τραγωδίες του Ευριπίδη και του Φρυνίχου, μοιάζει να ενοφθαλμίζεται ακριβώς στον πυρήνα της χριστιανικής πίστης, όπως καταγράφηκε στην ελληνική γλώσσα, από τον Γρηγόριο Νύσσης: Χριστιανοσύνη σημαίνει πίστη στην ανάσταση. Κατά μία εκδοχή για την επιστροφή της Αλκηστίδος στη ζωή εμπλέκονται οι θεές Δήμητρα και Περσεφόνη, δεδομένο που μας οδηγεί στη βαθύτερη προέλευση ορισμένων αρχετυπικών μύθων από την περίοδο της μητριαρχίας –κάτι που όπως θα δούμε παρακάτω αφορά και στη δική μου ανάγνωση της Μυθογονίας.

Γιατί όμως να δημιουργηθούν μύθοι τόσο όμορφοι όσο οι γυναίκες που αναφέρονται, αλλά και τόσο διαχρονικοί ώστε να δίνουν το έναυσμα σε ποιήτριες και ποιητές να ερμηνεύουν τα μέρη των επιμυθίων που υπόκεινται σε αλλαγές από εποχή σε εποχή; Ίσως επειδή ο συλλογικός νους των αρχαίων επιθυμούσε κι αυτός να ερμηνεύσει με παραδείγματα την ανθρώπινη συμπεριφορά. Το παράδειγμα διδάσκει, ακόμη κι αν χρειαστεί να παρακινηθούν οι υπερφυσικές δυνάμεις θεών και ημίθεων. Γενικότερα, πόσες και πόσες ισχυρές αντιλήψεις δεν εδράζονται στη θρησκευτική μυθολογία;

 Θα έλεγα πως ο κοινός νους διαχειρίστηκε τις ελλείψεις στην παραδομένη γνώση κι εμπειρία καλλιεργώντας μια υποκειμενική δημιουργία που ενσωμάτωνε την εκάστοτε συλλογική επιθυμία. Προσπάθησε δηλαδή να φτάσει σε μια χρήσιμη και ωραία για την πραγματικότητά του «αλήθεια» , μια «αλήθεια» επομένως ως ερμηνεία της έλλειψης, η οποία ερμηνεία της έλλειψης -ως αναπαράσταση μιας δραστηριότητας που δεν έχει ακόμα συμβεί- μας παραπέμπει στο εγγενές, ποιητικό μέρος του πυρήνα ενός τέτοιου εγχειρήματος.

Πώς αφομοίωσε τούτες τις ιδέες η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη και ποιο είναι το όργανο μέσω του οποίου μετέφερε τη δική της φωνή στους νέους «μύθους» με τα παλαιά ονόματα; Αναμφίβολα, σύμφωνα με το δικό μου βλέμμα, το φίλτρο του φύλου, ο φακός τής ανθρώπου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία παραγωγής μιας τέτοιας ποιητικής μυθολογίας. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το ποίημα «Αφροδίτη»: «Τόσο κοντά ο ένας στον άλλον / που δεν υπάρχει πόλεμος χωρίς φωτιά.// Ανησυχείς αλλά / για να σας δουν μαζί θα πρέπει να είστε.// Πώς να βρεθείτε / πιασμένοι στο χρυσό δίχτυ του Ηφαίστου// όταν για σένα ετοιμάζουν περίτεχνο κλουβί;». Το χρυσό δίχτυ της αποκάλυψης, που προϋποθέτει όμως για το «παράνομο» ζευγάρι πραγματική ηδονή, αντιπαραβάλλεται με μια νεγκατίφ εκδοχή: το περίτεχνο κλουβί του συρμού, το επίκαιρο καλούπι της ομορφιάς, την ψεύτικη ηδονή της ματαιοδοξίας. Κατά αντίστοιχο τρόπο, στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, η Κορρυβάντη μετουσιώνει ποιητικά ένα μυθικό σκηνικό για να προβάλλει τις θέσεις, τους ρόλους, τις συμπεριφορές και τις επιθυμίες των γυναικών στη διαμορφωμένη πραγματικότητα. Μαζί με την ειδοποιό διαφορά της συλλογικής παραγωγής των παλαιών ή πρωταρχικών μύθων, μια άλλη διαφορά ως προς τη σύγχρονη προσωπική δημιουργία αποτελεί το στοιχείο της απώλειας, το οποίο εμπλουτίζει την ερμηνεία της έλλειψης που προαναφέρθηκε (δείτε για παράδειγμα το ποίημα «Ιώ»). Καταρχάς, μάλλον, αποζητούμε και καλλιτεχνούμε κι έπειτα, του ταλέντου επιτρέποντος, αναζητούμε.

Αν ο αναγνώστης θέλει να υποψιαστεί, θα διακρίνει, μέσα από τη μουσική γραμμή των στίχων, τον απόηχο –ας μη μασάμε τα λόγια μας– της πολλαπλής καταπίεσης της γυναίκας στους καθιερωμένους κοινωνικούς ρόλους, στα φυλετικά είδωλα, στο σπίτι, στην εργασία, στις ανθρώπινες σχέσεις. Κι αφού καθ’ όλη τη συλλογή αξιοποιείται τούτο το φίλτρο του φύλου, γιατί επιλέγεται ο δείκτης της Plath που μιλά για έναν θεό (God) και όχι για μια θεά (Godess); Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν η Plath ήταν ενήμερη, αλλά η δική μου ερμηνεία για τη χρήση του μότο από την Κορρυβάντη επιλέγει να φωτίσει τον πρωταρχικό θεό, τον πατέρα όλων των υπόλοιπων και του κόσμου, τον Φάνη. Πρόκειται για το αίτημα μιας ανατροπής επί του φυλετικού πνεύματος των παραδομένων μύθων και δοξασιών από τη ρίζα του. Ομολογουμένως, η μητριαρχία υπήρξε το πρώτο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης της προϊστορικής περιόδου (έως το 2500 π.Χ.). Δικαίως, φαίνεται πιο φυσικό μια θεά, η Φανώ, με το φως της να δίνει ζωή στον κόσμο των θεών και των ανθρώπων. Μακάρι να μη χαριτολογούσα κάνοντας την παρακάτω αναγωγή, μα αν το παράδειγμα της μητριαρχίας περνούσε στην ιστορική περίοδο, με τη δεδομένη ανάπτυξη της τεχνικής, ίσως τότε η κοινωνία μας να μην ήταν ζούγκλα, αλλά ένα εργαστήριο τρυφερότητας.

1η Δημοσίευση έντυπη θράκα, τεύχος 7