ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΟΥ ΜΑΤΙΑ

Στην Ερμίνα

Τα μάτια δεν πρόκαμα να σού κλείσω.

Το παγωμένο στην ίριδα σου βλέμμα 

δεν ψαχούλεψε η ανοιχτή μου παλάμη.

Μήτε στους χτύπους της φλέβας 

που έχεις κρυμμένη στο λαιμό ακούμπησαν τα χείλη μου.

Το δρόμο πήρες του Τειρεσία.

Με τα νύχια σου χτενίζεις τα γκρίζα μαλλιά του.

Στα μικρά σου δάχτυλα χορεύουν οι σταγόνες του αίματος

από την ανοιχτή πληγή του που πότισε την άσφαλτο

και την κυλιόμενη ρόδα. 

Ένας σπασμένος καθρέφτης κουβαλά το είδωλο του ανάστροφα.

Το τεμαχισμένο γυαλί μετρά τα χρόνια του

στο γλυκύ του νησιού φθινόπωρο

με την οσμή της θάλασσας και των ώριμων κιτρόμηλων

να πνίγουν τη γεύση της σκουριάς που φώλιασε στο στόμα του

σαν τις σταγόνες μιας αιμάτινης υγρασίας.

Εκεί, λίγο πιο κάτω από το δρόμο του ερειπωμένου νεκροταφείου

συνήθιζες να οσμίζεσαι τα άνθη των κιτρόμηλων

μετρώντας τις μέρες που μας χώριζαν.

Πλάι του Τειρεσία θα ήθελα να σε χώσω.

Τα κόκκαλα σας, τα απογυμνωμένα οστά σας

κουβάρι θα ήταν του Άδη.

Τόσα καντήλια ανάβω κάθε χάραμα στα παρτέρια 

που πνίγουν το δρόμο για το οστεοφυλάκιο μου. 

Κρυμμένο θα με βρεις ανάμεσα στα νεκρά σώματα 

σαν ένα έμβρυο που δεν πρόλαβε να βυζάξει ζωή.

Γιατί έφυγες; Γιατί έμεινες μακριά μου;

Σε ποιες θάλασσες άφηνες το κορμί σου

όταν εγώ ξάπλωνα στις αμμουδιές με το λιόγερμα.

Ο Τειρεσίας δεν θα το έκανε ποτέ…

Ποια χέρια τα μάτια θα μού κλείσουν;

Δεν είμαι ο Τειρεσίας… Δεν υπήρξα ποτέ αυτός που θέλησες.

Πάντα θα είμαι για σένα κατώτερος απ’ ότι με θέλησες.

Σε ποιες Σειρήνες χάριζες την ψυχή σου;

– Σειρήνες δεν γνώρισα. Μόνο το θάνατο.

Μοναδική για μένα συντροφιά που κουβαλώ

κρυμμένο στη χούφτα μου.

Θυμάσαι, τότε, που μού έκλεισες την πληγή στην ανοιγμένη φλέβα.

Με τη γλώσσα σου μούλιασες τη μουσούδα του θανάτου 

που τρύπωνε από τη ρωγμή λίγο πιο πάνω από τον καρπό.

Τα χέρια μού έδεσαν με τον ομφάλιο λώρο.

Από την καρδιά μου γουλιά- γουλιά έπινε το αίμα.

Όσες κι αν έκανα προσπάθειες για την Ιθάκη

πάντα ο Αίολος σε μια μήτρα με  φύσαγε

 να απαγχονίζομαι από τον ομφάλιο λώρο μου.

Να αναστήνομαι και ο ομφάλιος λώρος 

που φτιάχτηκε να με θρέφει

αυτός και να με απαγχονίζει.

Ακόμη και στον τάφο μου 

θα απλώνονται τα σάρκινα δεσμά του.

Τα μάτια δεν σού έκλεισα.

Τη μοναξιά σου δεν μέρεψα στις στέγες, 

όταν κρεμούσες το σώμα σου από τον ήλιο.

Μας χωρίζουν αρμυρές της φυγής θάλασσες

και βράχοι με αρμυρά φύκια μού κόβουν το δρόμο.

Μυρίζω, όμως, το άρωμα του κιτρόμηλου.

Στο στόμα σου να στρίμωχνα θα ήθελα των κιτρόμηλων τα άνθη

και των κυμάτων το αλάτι.

Να σού θυμίζουν του νησιού μου την οσμή

και των ανθρώπων του τη γεύση.

Γλυφοί άνθρωποι που τους γλυκαίνει

το ροδόνερο και του κιτρόμηλου το άρωμα. 

Άνθρωπος τα μάτια δεν θα σού κλείσει.

Του θανάτου η παλάμη φτενή σαν χέρι βρέφους είναι.

Τρυφερά θα ακουμπήσει το χέρι του στα μάτια σου.

Η μυρωδιά του κιτρόμηλου, της αυγουστιάτικης θάλασσας 

κλεισμένη όλη στη σταρένια- σαν κόρα ψωμιού- χούφτα του.

Τα δικά μου να θυμάσαι μάτια που δεν τα έκλεισε κανείς. 

Τα δικά μου μάτια ακόμα χάσκουν ανοιχτά.

Αποσβολωμένα κοιτάνε τα σκουλήκια να ροκανίζουν 

ο, τι οι άνθρωποι μού άφησαν.