ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΣ
ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ
το
καμπαναριό έγειρε και μου έπλυνε τα
πόδια
κι
εγώ φίλησα στο μέτωπο τον ουρανό
δεν
θα ξεχάσω την αγάπη του
εκείνη
η
πόρτα κι οι θάλασσες γύρω από τις
κόρες των ματιών
τυρφώνας
η
εγκράτεια των παθών σου
τροχός
βασανιστηρίων
η
εγκράτεια των πόθων σου
κι
εγώ
θύτης
και θύμα
της
αστάθειάς σου
ΤΟ
ΠΟΙΗΜΑ
το
ποίημα
γράφεται
στους τοίχους
των
φυλακών
των καταυλισμών
των
νοσοκομείων
των ψυχιατρείων
των
νεκροτομείων
των
βομβαρδισμένων πόλεων
των διεφθαρμένων
πόλεων
των κορεσμένων και
των
υποσιτισμένων
των απρόσωπων και
των
παρατημένων
το
ποίημα
δεν
γράφεται στους κήπους της Εδέμ
στους
κήπους της Εδέμ
μονάχα
ευωδιάζει
ΣΥΝΩΝΥΜΟ
ΘΑΝΑΤΟΥ
το
φεγγάρι πέθανε
ο
ήλιος
πέθανε
το
ίδιο κι ο θεός
στις
ψυχές πια σκοτάδι
το
χέρι κράτα μου
σφιχτά
μην
με αφήνεις
το
σκοτάδι τρέμω
τρέμω
και τον άνθρωπο
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
ήθελα
ν’ ακούσω παραμύθια
από
κείνα που δεν έχουν τέλος
ούτε
καλό ούτε άσχημο
να
μην έχουν τέλος γενικώς
ήθελα
ν’ ακούσω παραμύθια
από
κείνα που στα λένε μάτια
και
χείλια
που
δεν γνωρίζουν τι πα να πει τέλος
γιατί
δεν έμαθαν ποτέ τι πα να πει αρχή
ΒΟΛΤΑ
ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
o
καλός κύριος από το μέτωπο
κατέβηκε
χθες για προμήθειες
στην
πόλη
κι
είπε πως είμαστε όμορφοι, πολύ
μου
μήνυσε τότε ο ουρανός πως
δεν
θα πάψει στιγμή να κλαίει
τα
πουλιά χωμένα
στις
χαραμάδες των φαγωμένων
κουφαμάτων
της αδειοσύνης
χλωμά,
κι ο δύσπνοος
αναστεναγμός
τους
το
μάταιο πλήρωμα της σιωπής
ΟΥΤΕ
ΣΤΑΓΟΝΑ
με
τα χέρια γυμνά
και τ’ ακρόνυχα
γυμνασμένα
σκαρφαλώνω
στα δέντρα
γάτα
το ‘να μου χέρι
ψάρι
το άλλο
το
πνεύμα μου σύννεφο
φτύνω
αίμα και ξαναφτύνω
μες
στο λιμνάζον κολυμπώ το αίμα μου
και
θά ‘ρθει μιαν ημέρα
η
ώρα εκείνη η
ευλαβική
που
σε σας, όρνεα, θα φωνάξω:
λάβετε
φάγετε
τούτο
εστί το σώμα και
το
αίμα μου
μα
αίμα
ούτε
σταγόνα δεν θα ‘χει για
να
πιείτε
μονάχα κόκκαλα για να
γλείψετε
ΤΟ
ΓΚΡΙΖΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
αγάπη
μου
εμείς
το περπατήσαμε
το
μονοπάτι μας
κρίμα
άθελά σου
ν’
αποστερήσεις
από τους
νέους
οδοιπόρους
το
δικό τους
μην
συνθλίψεις με τους
τροχούς
του φόβου σου
τα
παιδιά που
παίζουν
ακόμα ανέμελα
στις γειτονιές
και τις αλάνες
με κουκουνάρες
στα χέρια
κι
όχι
με τα έξυπνα εκείνα
τηλέφωνα
να τους
γεμίζουν τις παλάμες
να
τους αδειάζουν
το μυαλό
αγάπη
μου
εμείς
γυρίσαμε
αισίως
στο
σπίτι μας
μην ξεχάσεις όμως σε
εκλιπαρώ
τις
φωλιές που ψίχα
δεν έχουν
για τα
μικρά σπουργίτια τους
τα
δάση στράγγιξαν το νερό
τους
ξέχασε
όμως σε
εκλιπαρώ
ν’
ανάψεις τσιγάρο:
μ’
αρέσει τόσο
το
πράσινο
–και
το
γαλάζιο–
το
γκρίζο το μισώ
ΑΤΙΤΛΟ
δεν
κλαίω για τα πουλιά που πεθαίνουν
-εκείνα
αν μη τι άλλο πάνε στον Παράδεισο-
κλαίω
για τα πουλιά που ζουν με τα φτερά τους
λαβωμένα
και με τον καημό τους τον
αιώνιο του πετάγματος
ΕΝ
ΕΙΔΗ ΑΦΟΡΙΣΜΟΥ
ο
φόβος ξεκοιλιάζει τ’ όνειρο
κι η αγάπη
ξεκοιλιάζει τον φόβο
να μ’ αγαπάς
να
μην φοβάμαι
να
ονειρεύομαι
Ίσως:
μια
λέξη
ποίημα
από
μόνη της
Ρόδα
μου, μη μου
Στολίσετε τον τάφο.
Κλάψτε
με μόνο.
(χάικου
πεισιθάνατο)
άστε
τα λέφτερα τα σκυλιά κι ας μου ορμήξουν
έτσι
κι αλλιώς τι έμεινε γι’ αυτά να πάρουν
πρόλαβαν
και τα πήραν όλα οι ανθρώποι
αθεόφοβε
τον
θεό δεν φοβάσαι
και
φοβάσαι εμένα;
τα
λουλούδια τρέχουν στους κήπους
κι
εσύ ξεκουράζεσαι στα πόδια μου