Αθανασία Κανελλοπούλου,

Όσο υπάρχουν

Οι νύχτες με άφησαν
φύλλο κυρτό

να τρεμοπαίζω ανάμεσα
σε κουρασμένες μέρες

σε μακρόσυρτους ήχους
από υπόγειες σειρήνες

σέρνοντας πίσω μου
αιματηρές γωνίες από περασμένες ζωές.

Πού πάνε οι ώρες για να
ξαποστάσουν;

Πώς αντέχουν μέσα τους
τις χωμάτινες αγκαλιές;

Τα εκτροχιασμένα σώματα
βρίσκουν συγχώρεση στους

λεμονανθούς;

Όσο ακόμα θα υπάρχουν
έναστρες νύχτες

ευσεβείς πόθοι

παρόντες και απόντες
έρωτες

υγρά μονοπάτια, άδεια
ποτήρια

γερασμένα τσίνορα,
ακατέργαστα δέρματα

φθαρμένα κορδόνια

ουράνια τόξα

πύρινοι σταυροί

ζαλισμένες βόλτες

τσακισμένες θάλασσες

Όσο ακόμα θα σκίζουν
σελίδες οι εποχές

πίσω από το λόφο με τα
γυμνόσπερμα κυπαρίσσια

Εγώ θα ακούω το γέλιο
των μικρών παιδιών.

Στη γυμνή
παλάμη τους θα ξαποσταίνω

Αμόλυντη

από όλες τις αμαρτίες
του κόσμου.