εκδ. ύψιλον
ΕΚΔΡΟΜΗ (ΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ)
ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ
Η ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ
Η συγκεκριμένη συμμετρία της ομορφιάς
που οδηγεί μακριά απ’ τη σκοτεινή πόλη
όταν στόματα με λόγια φονικά κι αγυρτεία γεμάτα
πνίγοται στο αίμα μαζί μ’ όλα τα όνειρα.
Η συγκεκριμένη συμμετρία της ομορφιάς είναι το πάθος
που φωτίζει την έρημη πόλη και μάχεται το θάνατο,
ίδιο παιδάκι χωρίς χέρια που περπατά πάνω απ’το χάος.
ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ
Λίγο ακόμα δώρα,
μέσα στη ζέστη του μεσημεριού ένας ακόμα ποιητής
με λίγα δώρα στα χέρια
συναντά το δέρμα σου
και θα πετάξει.
ΤΟΥ ΜΑΤΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
*
Όπως γέρνει λίγο πριν το φονικό
ο θολωμένος νους με το σίγουρο χέρι,
έτσι σκύβουν στο πεζοδρόμιο να πιάσουν τη λέξη
και δεν είναι πια ποιητές αλλά όμορφα μεγάλα τρωκτικά
κι η πόλη πρώτα συντριβάνι και τώρα δόκανο χρυσό.
Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ
ΕΚΔΡΟΜΙΚΟ
Εκδρομή στο στόμα σου
κι η επίμονη αίσθηση των καρφιών στα χέρια μου,
στη θέση της γλώσσας το χαλί
με τους πειρατές των ηδονών
και τα τραίνα με τους γελαστούς νεκρούς
να κυλάνε στις στοές των δοντιών σου,
ύστερα θα μου ζητάς και εισιτήριο,
τα δικά σου θαύματα είναι πιο ακριβά βλέπεις
κι εγώ θα πρέπει να πληρώνω τη διαφορά.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Γυμνός
κι ο χρόνος του φιλιού σου στο μηδεν.
όλοι κοιμούνται στο καράβι
ΚΑΘΩΣ ΠΡΟΧΩΡΑΕΙ Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΝΥΧΤΑ
Στον Γιάννη Κοντό
Πιο παγωμένη κι από τη λογικη ενός σοφού
με παρασέρνεις στο τέλος μου,
πιο σκληρή από σίδερο
φωνή-γαύγισμα με σταματάς
στη γωνιά που εκτελέστηκαν πατριώτες
εκει που σχεδιάζονται τα τέλεια εγκλήματα.
Οι φαλακροί χαιδεύουν τον κόσμο,
οι προφητείες ξοδεύονται γύρω μου
ενώ η Ιδέα συναντά το σκοτάδι και χάνεται.
Θαρρώ ένα συντριβάνι από αίμα φυτρώνει στην έρημο
θαρρώ ότι αυτή η πτώση δεν έχει τέλος.