απόσπασμα από το βιβλίο:
Ο Νέστορας προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη το πρόγραμμά του την ώρα που η Αγγελική κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο. «Ο ύπνος της…» σκέφτηκε. «Έχει άραγε σχέση η στάση που παίρνουμε στον ύπνο με τα όνειρα που βλέπουμε;» Σίγουρα έπαιζαν ρόλο άλλα πράγματα. Ο ίδιος, επί παραδείγματι, όταν έπεφτε στο κρεβάτι με βαρύ στομάχι, τις σπάνιες φορές που μετά από κάποια έξοδο μπορεί να είχε παρασυρθεί λίγο παραπάνω, έβλεπε πάντα εφιάλτες. Αλλά και η στάση τού ύπνου έπρεπε να παίζει το ρόλο της. Του φαινόταν ας πούμε πιθανό, όταν κάποιος κοιμάται μπρούμυτα, να… ωθεί το ναρκωμένο υποσυνείδητό του προς όνειρα δυσάρεστα. Η ανάσκελη στάση, από την άλλη, του φαινόταν πιο πιθανό να προκαλεί όνειρα χαρούμενα, λαμπερά, γεμάτα θετικές σκέψεις και αισιοδοξία για το μέλλον. Όνειρα μάλλον επιπόλαια, παράλογα, και αστεία κάποιες φορές. Παίρνοντας κάποιος την εμβρυακή στάση ή οποιαδήποτε στάση στο πλάι, θα έδινε, φανταζόταν, έναν πιο στοχαστικό τόνο στα όνειρά του. Θα έβλεπε όνειρα με ποικίλα βαθυστόχαστα σημαινόμενα για τη ζωή, για τον εαυτό του, για τη σχέση του με τον κόσμο.
Ο ίδιος δεν θυμόταν ποτέ τα όνειρά του. Ίσως και να μην έβλεπε όνειρα. Ίσως επειδή…, σκέφτηκε. Πάντα θαύμαζε τη μακαριότητα των σωμάτων κατά τη διάρκεια του ύπνου. Τη θαύμαζε, αλλά ο ίδιος μάλλον δεν την είχε ποτέ. Η έγνοια του ήταν πάντα, θυμόταν τώρα τον πρώτο καιρό τού γάμου του ειδικά, να έχει μια αξιοπρεπή έκφραση το πρόσωπό του ενόσω κοιμόταν. Του φαινόταν αδιανόητο να τον δει κάποιος, ή να μην τον δει και κανένας, στην ιδέα μόνο… Του φαινόταν αδιανόητο να χάσκει στον ύπνο το στόμα του ανοιχτό, ίσως και να του τρέχουν κάποια σάλια… Του ήταν αποκρουστικό επίσης να κοιμάται κάποιος ανάσκελα, με το ένα πόδι ανοιχτό στο πλάι. Ίσως και να του φαινόταν κάπου υποσυνείδητα λογική η ιδέα σε μια άπειρη ζωή να κυκλοφορούμε στο υπερπέραν με ζωγραφισμένες πάντα στο πρόσωπό μας τις εκφράσεις τού ύπνου μας.
Η πρώην γυναίκα του κοιμόταν πάντα σε στάση εμβρυακή. Εκείνος την κουτάλιαζε αγκαλιάζοντας την από πίσω, που ήταν και το συνηθέστερο έναυσμα του έρωτά τους. «Ελπίζω να μη γίνουμε σαν εκείνα τα ζευγάρια που αρχίζουν να τα πηγαίνουν καλά αφού έχουν χωρίσει», του είχε πει φεύγοντας.
Το μυαλό του έτρεξε τότε στην Αγγελική στο διπλανό δωμάτιο. Το κορμί της ήταν πολύ πιο λεπτό, κάτι του έλεγε όμως πως εξέπεμπε απίστευτη ζέστη. Η Αγγελική φορούσε ένα λευκό νυχτικό, λεπτό, μακρύ σχεδόν μέχρι τον αστράγαλο, ένα νυχτικό βαμβακερό, με κοντά μανίκια, κι ένα άνοιγμα στο λαιμό με τρία κουμπιά μέχρι χαμηλά στο στήθος. Σκέφτηκε άραγε να κουμπώσει τα κουμπιά ή τα έχει αφήσει ανοιχτά, και όταν γέρνει το κορμί της στο πλάι, ξεπροβάλλει δειλά η μία της ρώγα από το άνοιγμα του νυχτικού στο στήθος της; Μήπως κάποιο αυτόματο αντανακλαστικό την αναγκάζει να τα κουμπώνει πάντα πριν πέσει στο κρεβάτι, με το φόβο μήπως κάποιος αδιάκριτος σχεδιάζει να εισβάλει στα όνειρά της, όπως κάνει εκείνη με τα όνειρα άλλων ανθρώπων; Θα μπορούσε να κοιμάται ανάσκελα, με τη μία παλάμη ακουμπισμένη ελαφρά ανάμεσα στα πόδια της. Αυτό το έβρισκε πάντα ερεθιστικό, αν και γενικά δεν του πολυάρεσε η ανάσκελη στάση. Θα μπορούσε να είναι ξαπλωμένη μπρούμυτα, με το ένα γόνατο λυγισμένο στο πλάι, και τους γλουτούς ελαφρά ανασηκωμένους. Θα μπορούσε να της χτυπήσει ελαφρά την πόρτα, με το πρόσχημα ότι κάτι ξέχασε προ ολίγου στο δωμάτιο ή ότι ήθελε να πάει στην τουαλέτα. Εκείνη θα απαντούσε με ένα καταφατικό μούγκρισμα, δεν θα σηκωνόταν, και θα τον υποδεχόταν με εκείνο το νυχτερινό χαμόγελο που είναι λιγότερο βεβιασμένο, πιο χαρμόσυνο και πιο γενναιόδωρο από όλα τα χαμόγελα της ημέρας.