Σοφία Ρόκου, 

Αίμα σαν τη χαίτη του αλόγου ή για τη μάνα

Την άρπαξε και την έδεσε στην καρέκλα απέναντί του. Δεν της έδωσε το χρόνο να αντιδράσει.

Τώρα θα με ακούσεις.

Η φλέβα στα μελίγγια του φούσκωνε λες και κάποιος τη γρονθοκοπούσε από μέσα προς τα έξω.

Την
κοίταξε βαθιά σαν τον βουτηχτή που δεν τον αφήνουν τα κύματα του
Ωκεανού να βγει στην επιφάνεια, όσο κι αν του τελειώνει η ανάσα.

Τα μάτια του θόλωσαν σα να σηκώθηκε μέσα του σκόνη πηχτή από την Αφρική που γέμισε τη μεσογειακή ατμόσφαιρα.

Σιωπούσε ωστόσο με μια σιωπή σαν το χιόνι, όταν πέφτει και λευκαίνει τα πάντα.

Εκείνη τον κοίταζε ήρεμα σαν το άπλωμα των ρούχων, το πλύσιμο των πιάτων, το στρώσιμο του κρεβατιού, το σιδέρωμα ή το σκούπισμα.

Και
τότε ξαφνικά  την είδε μέσα του. Αν και δεμένο με τον ομφάλιο λώρο το
κομμάτι του που της αντιστοιχούσε παραμέρισε και τα όρια του πρόβαλαν
μπροστά του πολλαπλασιασμένα σαν να στεκόταν ανάμεσα σε αντικριστούς
καθρέφτες.

Σ΄ ευχαριστώ. Της ψιθύρισε.