Vivian Maier

Δημήτρης Τσινικοπουλος, 

Ο άνθρωπος αυτο-αντίγραφο

    Ήταν βράδυ γύρω στις 10, όταν ο συγγραφέας Αναγνώστου απελπισμένος, έκλεισε το τελευταίο ντουλάπι της τεράστιας βιβλιοθήκης του αφού για πολλοστή φορά είχε ξεσκονίσει όλα τα συρτάρια και τα ντουλάπια της. Το διαμέρισμά του ήταν μικρό. Αλλά τα βιβλία του και τα χαρτιά και τα περιοδικά και οι σημειώσεις, ατελείωτα. Υπήρχε, βέβαια, μια σχετική τάξη στο γραφείο του. Συνήθως εύρισκε ό,τι ήθελε και ό,τι έψαχνε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Πολλές φορές όμως, λόγω της στενότητας του χώρου, βιβλία και περιοδικά και σημειωματάρια, και εφημερίδες και αποσπάσματα, μπαίναν κάπου πιο πρόχειρα για να βρεθούν πιο εύκολα. Αλλά αυτό το πρόχειρο ήταν η παγίδα. Τον τελευταίο καιρό ξεχνούσε ασήμαντες λεπτομέρειες αλλά και σημαντικές κινήσεις του, που τον μπλόκαραν. Ξεχνούσε εύκολα που έβαζε πράγματα και αντικείμενα. Ήταν εβδομηντάρης, και ο φόβος του Αλτσχάιμερ, τού έσφιγγε σαν μέγγενη την καρδιά. Λες, έλεγε και ξανάλεγε, λες, να μ’ επισκεφθεί ο απαίσιος αυτός γερμανός με το παράξενο όνομα και να εγκατασταθεί μέσα μου για τα καλά; Και τότε τι θα κάνω; Πως θα ζήσω;

    Αυτό είχε πάθει και μ’ ένα τελευταίο άρθρο που έγραψε για να το δώσει να δημοσιευθεί σε μια ημερήσια εφημερίδα. Πού το είχε βάλει; Έψαχνε εδώ και ώρες στα συρτάρια και στα ντουλάπια του. Άδικος κόπος. Το χειρόγραφο που έπρεπε κατεπειγόντως να δακτυλογραφηθεί, είχε κάνει φτερά. Λες και είχε ανοίξει η γη και το κατάπιε. Κοίταξε και κάτω από τον καναπέ που καθότανε, τράβηξε κομοδίνα, τράβηξε χαλιά … πήγε στην κουζίνα, στην κρεβατοκάμαρα, έβαλε τα πιο απίθανα μέρη ο νους του, αλλά το χειρόγραφο άφαντο, βάλθηκε να τον τρελάνει …

    Η αγωνία και η απελπισία ήταν ζωγραφισμένη στο βλέμμα του. Υπάρχει και αύριο μέρα συλλογίστηκε, κάποια στιγμή. Αύριο το πρωί με το φως της ημέρας, θα ξαναψάξω καλύτερα.

    Άνοιξε το ψυγείο πήρε λίγο κασέρι και ζαμπόν, έφτιαξε ένα πρόχειρο σάντουιτς, και με μια μπύρα Kaiser βολεύτηκε για βραδινό. Άνοιξε μετά την τηλεόραση ν’ ακούσει τις βραδινές ειδήσεις. Σιγά – σιγά, χωρίς να το καταλάβει, τον πήρε ο ύπνος. Αποκοιμήθηκε εκεί στον καναπέ με τα ρούχα. Κάτι που του συνέβαινε συχνά τον τελευταίο καιρό. Να κοιμάται με τα ρούχα στον καναπέ.

    Το πρωί σα ξύπνησε, ένιωθε πιασμένος. Τον πονούσε ο σβέρκος και η πλάτη όλη από τον άβολο ύπνο. Μέσα, η λιτή κρεβατοκάμαρα πάντα τον περίμενε. Αλλά αυτός σπάνια κοιμότανε εκεί. Ο ύπνος τον έπιανε στον καναπέ, βλέποντας τηλεόραση ή διαβάζοντας. Απόφευγε, όμως, συνήθως, το διάβασμα το βράδυ, γιατί κουραζότανε εύκολα τα μάτια του. Ήταν κι αυτό ένα άλλο πρόβλημα της ηλικίας του μαζί με την μνήμη που ξεθωριασμένη, εξασθένιζε μέρα με τη μέρα. Εξασθένιζε βέβαια, στα μικρά και στ’ ασήμαντα. Σε άλλα, τα ενδιαφέροντά του τα πνευματικά, δεν εξασθένιζε καθόλου. Η μνήμη του δούλευε ρολόι, στη διαπασών. Όλες οι γνώσεις που ’χε αποκομίσει χρόνια τώρα που μελετούσε συστηματικά, λες κι ήτανε μεθοδικά ταξινομημένες στα συρτάρια του μυαλού του. Ανέσυρε ό,τι ήθελε απ’ εκεί με μεγάλη ευχέρεια.

    Η μνήμη του ήτανε εκπληκτική σε θέματα φιλοσοφίας, ιστορίας και λογοτεχνίας, όπου χρόνια καταγινότανε. Θυμότανε άφθονες λεπτομέρειες για πρόσωπα και πράγματα και γεγονότα. Αυτό το οξύμωρο και αντιφατικό, τού να θυμάται ως και λεπτομέρειες σε ό,τι διάβαζε και τον ενδιέφερε, να θυμάται γεγονότα της προσωπικής του ζωής στα περασμένα χρόνια, αλλά να μη θυμάται που άφησε το κασκόλ του προχθές, τα κλειδιά του τις προάλλες, και το χειρόγραφό του, αυτό τον προβλημάτιζε.

    Είχε ρωτήσει έναν φίλο του νευρολόγο – ψυχίατρο γι’ αυτό το φαινόμενο, μήπως κάτι κακό του συνέβαινε, αλλ’ αυτός τον καθησύχασε. Ήταν κάτι που συνέβαινε με το χρόνο σ’ όλους τους ανθρώπους. Καθώς μεγαλώνουμε – του εξήγησε –, τα νευρικά κύτταρα γερνούν και ατροφούν. Οι περισσότεροι παρουσιάζουν διαταραχές μνήμης. Το κλειδί βρίσκεται στους νευροδιαβιβαστές. Στο Αλτσχάιμερ, παρατηρείται μείωση των επιπέδων του νευροδιαβιβαστή που συνδέεται με την μνήμη. Ιδιαίτερα στους πνευματικούς ανθρώπους, ο εγκέφαλος έχει την τάση ν’ αποφορτίζεται από τις ασήμαντες, καθημερινές λεπτομέρειες, και να επικεντρώνεται στα ουσιώδη ζητήματα που τον απασχολούν. Έτσι αποδίδει καλύτερα. “Απ’ τη στιγμή που δεν έχεις πρόβλημα υπέρτασης και δεν είσαι διαβητικός, να μη φοβάσαι…” του είπε.

    Η απάντηση αυτή καθησύχασε κάπως τον Αναγνώστου. Αλλά το πρόβλημά του να ξεχνάει, που έβαζε αντικείμενα άμεσης χρήσης, και ιδιαίτερα τα χειρόγραφά του, τού προκαλούσε εκνευρισμό, ανησυχία και στενοχώρια. Τον αποπροσανατόλιζε τελείως.

    Σηκώθηκε, έφτιαξε καφέ, ήπιε μερικές γουλιές, κι άρχισε απ’ την αρχή να ξεσκονίζει συρτάρια, ερμάρια και ντουλάπια. Κοιτούσε και στα ψηλά ράφια της βιβλιοθήκης, μήπως εκεί ήταν ξεχασμένο κάπου το περιζήτητο χειρόγραφο. Πολύ τον δυσκόλευαν οι διπλές σειρές των βιβλίων που βρισκότανε σε αρκετά ράφια. Κάποια βιβλία πέφταν καθώς έψαχνε κι έπρεπε να τα ξαναβάλει στη θέση τους. Άλλο πρόβλημα κι αυτό μαζί με το πρώτο … Έφαγε τρεις ώρες να ψάχνει. Και στην κουζίνα έψαξε ξανά, μήπως το άφησε με την αφηρημάδα του, κάπου, ως και στην τουαλέτα, γιατί και εκεί συνήθιζε να διαβάζει και να έχει κανά-δυο ράφια με βιβλία και περιοδικά. Του κάκου. Η ώρα περνούσε, κόντευε να μεσημεριάσει, και το χειρόγραφο δε βρισκότανε. Τον έπιασε πανικός, πείσμα και απόγνωση. Κάποια στιγμή ένιωσε ιδρώτα στο σβέρκο του. Τι θα κάνω τώρα; μονολόγησε.

Ξαφνικά του ήρθε η ιδέα και πήρε την απόφαση … Αντί να χάνει άλλο πολύτιμο χρόνο ψάχνοντας με αβέβαια αποτελέσματα, πήρε την μεγάλη απόφαση να καθίσει να το ξαναγράψει. Ναι, να το ξαναγράψει! Έτσι κι αλλιώς το τι θα ’γραφε, το είχε περίπου στο μυαλό του, αφού ήδη το είχε γράψει πριν από λίγες μέρες. Βέβαια, έπρεπε να στρωθεί στη δουλειά, ν’ ανοίξει πάλι κανά-δυο βιβλία, να συνταιριάξει και να συναρμολογήσει τη σκέψη του … Αυτό ήτανε σχετικά εύκολο. Θα το ’γραφε όμως, τόσο καλά όσο το πρώτο που το ’γραψε σε συνθήκες νηφαλιότητας, ηρεμίας, γαλήνης και στοχασμού; Θα το ’γραφε, έτσι καλά, με τρόπο γλαφυρό και εμπεριστατωμένο και τη δεύτερη φορά; Αυτό ήταν κάτι που τον βασάνιζε …

    Όλα αυτά κλωθογύριζαν στο μυαλό του. Αναθεμάτιζε την ατυχία του, και την ασθενή του μνήμη, αλλά, κατάλαβε, πως όσο καθυστερούσε, τόσο το άγχος του και όλη η ψυχική του κατάσταση χειροτέρευαν. Αυτό το άρθρο έπρεπε πάση θυσία μέχρι το βράδυ να δοθεί στην εφημερίδα, σκέφτηκε, γιατί αλλιώς, το θέμα χάνει την επικαιρότητα και το ενδιαφέρον του. Ύστερα, δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τον διευθυντή της εφημερίδας, ούτε να εξηγήσει την ατυχία του και τι του συνέβαινε προσωπικά.

    Κάθισε στο γραφείο του, συγκεντρώθηκε, κατέβασε το τηλέφωνο για να μην τον ενοχλήσει κανείς, και επί τρεις ώρες σχεδόν δεν σήκωσε κεφάλι. Γύρω στις δύο το μεσημέρι το είχε τελειώσει το καταραμένο άρθρο. Το είχε γράψει απ’ την αρχή όλο. Και, έπρεπε, να βιαστεί να το δώσει έξω να το δακτυλογραφήσουν στο κομπιούτερ και να σταλεί με e-mail το κείμενο στην εφημερίδα μέχρι το απόγευμα στις 7. Το ξανακοίταξε μια, δυο φορές, έκανε κάποιες μικροδιορθώσεις και, χωρίς καθυστέρηση, έριξε μια καμπαρντίνα επάνω του και πετάχτηκε στο απέναντι φωτοτυπείο για τα περαιτέρω. Το βράδυ επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον διευθυντή της εφημερίδας, ο οποίος εξέφρασε την ικανοποίησή του και του υποσχέθηκε ότι θα δημοσιεύσει το άρθρο του την μεθεπόμενη μέρα.

    Μια λάμψη ικανοποίησης φώτισε το πρόσωπο του Αναγνώστου. Μετά απ’ αυτήν την ένταση, αποφάσισε το βράδυ να πάει στο γνωστό του μπαράκι για να πιει ένα ποτό και να χαλαρώσει. Αυτή τη φορά έβαλε μέσα στην τσάντα του προσεχτικά το δακτυλογραφημένο κείμενο, για να το βάλει στο ντοσιέ του, όταν θα επέστρεφε …

    Είχαν περάσει δύο μήνες από τότε. Ο Αναγνώστου συνέχιζε τη ρουτινιασμένη ζωή του. Να διαβάζει, να γράφει, ν’ ακούει λίγη μουσική και να βλέπει λίγη τηλεόραση – ιδίως τις ειδήσεις τα βράδια – όταν δεν έβγαινε έξω για κανένα ποτό με κάποιο φίλο. Τα πρωινά έκανε τις συνηθισμένες μικρές βόλτες του, σε μοναχικά μέρη, ιδιαίτερα σε μικρά άλση της πόλης για κάποια σωματική άσκηση. Η μία μέρα σχεδόν αντέγραφε την άλλη …

    Ήτανε συνήθως πνιγμένος στη σκόνη και στα βιβλία, στα περιοδικά και στα χαρτιά του και στ ’αποκόμματα απ’ τις εφημερίδες, όπου κρατούσε αρχείο. Αυτή ήτανε όλη η ζωή του τα τελευταία χρόνια από τότε που βγήκε στη σύνταξη και χήρεψε.

    Ένα πρωινό, καθώς έπινε τον καφέ του, ανέσυρε ένα χοντρό βιβλίο απ’ την βιβλιοθήκη του. Ήτανε το βιβλίο του Τολστόι “Πόλεμος και Ειρήνη”, που το είχε αφήσει κάποια στιγμή διαβάζοντας, στη μέση. Σπάνια κατόρθωνε να διαβάσει ως το τέλος, ένα μεγάλο μυθιστόρημα. Πολλές φορές ή βαριότανε ή το ξεχνούσε μισοτελειωμένο. Καθώς το άνοιξε έπεσε από μέσα ένα χειρόγραφο δικό του. Πήρε και το κοίταξε με περιέργεια. Δεν άργησε ν’ ανακαλύψει ότι ήταν το χαμένο χειρόγραφο, εκείνο που τον είχε αναστατώσει τόσο, εκείνο το χειρόγραφο που το έψαχνε μανιωδώς, αλλά δε θυμόταν που το είχε βάλει κι αναγκάστηκε να ξαναγράψει το θέμα απ’ την αρχή. Ώστε, εδώ, σ’ είχα βάλει … μονολόγησε. Εδώ ήσουνα πουλάκι μου, και σ’ έψαχνα παντού, αλλά δε θυμόμουνα που σ’ είχα βάλει. Το κοίταξε με έκπληξη και συγκίνηση μαζί. Έκανε μια να το σχίσει, αφού του ήτανε άχρηστο πια, μα τη τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Θα το βάλλω στο καινούργιο ντοσιέ, σκέφτηκε. Μαζί με τ’ άλλα γραφτά μου έστω και χειρόγραφο. Έτσι, για να θυμάμαι το τι τράβηξα, και ότι το ξανάγραψα.

    Μια εωσφορική περιέργεια όμως, τον έσπρωξε να κάνει κάτι άλλο, πριν το ταξινομήσει. Άραγε, ποιο ήταν πιο καλό κείμενο; Αυτό που πρωτοέγραψε και το ανακάλυψε ξεχασμένο τώρα δα, ή το δεύτερο, που δημοσιεύτηκε; Και σε τι διέφεραν το ένα απ’ τ’ άλλο;

    Πήρε το χειρόγραφο και το έβαλε δίπλα στο δακτυλογραφημένο. Άρχισε σιγά-σιγά να διαβάζει και να συγκρίνει. Αυτό που έβλεπε δεν το πίστευε. Δεν πίστευε  στα μάτια του … Το δεύτερο κείμενο, το δακτυλογραφημένο, ήταν σχεδόν πανομοιότυπο με το πρώτο, αντίγραφο του πρώτου, σχεδόν, λέξη προς λέξη. Ο τρόπος που άρχιζε, ο τρόπος που τελείωνε, η ανάπτυξη, η επιχειρηματολογία, οι παράγραφοι, σε μερικές περιπτώσεις και τα σημεία στίξης, ως και το κόμμα και η άνω τελεία, ήταν όλα τα ίδια και στα δύο κείμενα! Σαν να τα είχε υπαγορεύσει κάποιος, και δύο άνθρωποι άκουγαν και έγραφαν το ίδιο κείμενο. Αν είναι δυνατόν! αναφώνησε συνεπαρμένος …

    Μα πως; Πως συμβαίνει, ν’ αντιγράφω έτσι τον εαυτό μου, τη στιγμή που δε θυμάμαι άλλα πράγματα; Ένας πόλεμος ξέσπασε μέσα του, μια οργή, μια θλίψη αλλά και μια άφατη χαρά… Η μνήμη του λειτουργούσε, λειτουργούσε μ’ έναν τρόπο επιλεκτικό, ανεξήγητο, γι αυτόν.

    Πήρε στο τηλέφωνο αμέσως το γιατρό του και του εξιστόρησε τι του συνέβη.

    “Αγαπητέ μου, – του απάντησε ο γιατρός –, είσαι αυτός που είσαι. Σκέφτεσαι με τον ίδιο τρόπο, επιχειρηματολογείς με τον ίδιο τρόπο, γράφεις, ομιλείς με τον ίδιο τρόπο. Κι εγώ αν ξεχνούσα κάτι που έγραψα, θα ’γραφα ίσως ένα κείμενο με τον ίδιο τρόπο περίπου. Εσύ όμως είσαι ιδιοφυία, ένας sui generis άνθρωπος, μιας και κατόρθωσες να ξαναγράψεις ένα κείμενο, μετά από κάποιες μέρες, με τον ίδιο τρόπο, με τις ίδιες σκέψεις, τις ίδιες ιδέες, τις ίδιες λέξεις όπως λες, ως και τα σημεία στίξης, στα ίδια σημεία. Είσαι ένας άνθρωπος που αντιγράφει τον εαυτό του, ένας άνθρωπος αυτο-αντίγραφο. Λειτουργείς σαν τα αυτo-αντιγραφόμενα μόρια του DNA … Μήπως όμως, όλοι κατά κάποιο τρόπο, το ίδιο δεν είμαστε; Δεν επαναλαμβάνουμε τον εαυτό μας, δεν κάνουμε τις ίδιες κινήσεις, τις ίδιες γκριμάτσες, δεν λέμε τα ίδια λόγια, δεν κάνουμε τα ίδια και τα ίδια λάθη, δεν επαναλαμβάνουμε τον εαυτό μας σ’ όλη μας τη ζωή; Υπάρχει ένας γενετικός ντετερμινισμός. Άσχετα με ποιοι παράγοντες τον διαμόρφωσαν, τελικά, ο κάθε άνθρωπος, είναι αντίγραφο του εαυτού του. Κι αν ξαναγεννιότανε, ίσως να ’κανε τις ίδιες επιλογές και να είχε τον ίδιο τρόπο ζωής. Ίσως, οι περισσότεροι άντρες να παντρευότανε την ίδια γυναίκα ή τον ίδιο τύπο ή χαρακτήρα γυναίκας. Και το ίδιο και οι γυναίκες, θ’ αναζητούσαν τον ίδιο τύπο άντρα κατά βάθος, κι ας διέφεραν εξωτερικά, μεταξύ τους. Μην το ψάχνεις, λοιπόν, του είπε γελώντας. Και να θυμάσαι μια λαϊκή παροιμία – πρόσθεσε – “Αν στο παζάρι πουλούσαν μυαλά, ο καθένας θ’ αγόραζε τα δικά του τα μυαλά!”

    Ο Αναγνώστου, έμεινε αποσβολωμένος, με το τηλέφωνο στο χέρι, κοιτάζοντας τα δεκάδες βιβλία του, τα χειρόγραφα, τα περιοδικά, τις εφημερίδες, τις σημειώσεις. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε, πως αν ξαναζούσε, μάλλον την ίδια ζωή θα ’κανε. Τις ίδιες προτιμήσεις θα είχε, τα ίδια πάθη, τις ίδιες αρετές, τις ίδιες αδυναμίες, τις ίδιες εμμονές. Θα του ήταν αδύνατο να ξεπεράσει τον εαυτό του ανακαλύπτοντας άλλες, άγνωστες δυνατότητες, και προοπτικές στη ζωή του. Όλη η ζωή του, θα ’τανε ένα αυτο-αντίγραφο της προηγούμενης , σαν το πανομοιότυπο χειρόγραφο που έχασε και ξαναβρήκε.

από το βιβλίο “Ο άνθρωπος της σκιάς”

Fylatos Publishing, 2016