Ένα τρελό όνειρο, Θοδωρής Νταλλούσης

«Μέρα τη μέρα αργοπεθαίνουμε εδώ. Δίχως ελπίδα να σαπίζουμε περιμένοντας την καταστροφή, μα η καταστροφή ακόμα να ‘ρθει. Γι’ αυτό σπάστε τα φώτα, κάψτε την πόλη.»

Παρακινούμε και τους υπόλοιπους στα χαρακώματα για αντεπίθεση. Οι Κραίνοι δεν αρκούνται πλέον σε λεηλασίες. Θέλουν να κατακτήσουν το εύφορο κομμάτι του ποταμού, κάτι που δεν θα επιτρέψουμε. Καλύτερα να σκοτωθείς στη μάχη με τους συντρόφους σου, παρά να μεταναστεύεις ηττημένος από την ασιτία.

Βλέπω τους συντρόφους μέσα απ’ τον καπνό και τη βροχή. Άλλοι βαστάνε ρόπαλα, άλλοι σπασμένα ξύλα και πέτρες. Μερικοί απ’ αυτούς κρατούν τα πυροβόλα και σημαδεύοντας ρίχνουν στο ψαχνό. Οι Κραίνοι εισβολείς, σχεδόν οπισθοχωρώντας, ανταποδίδουν τους πυροβολισμούς. Παντού οι σφαίρες σκίζουν τον αέρα. Μπροστά μας, τα οδοφράγματα. Αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα και φλεγόμενοι κάδοι σκουπιδιών. Καταφέραμε να ανακόψουμε την επίθεσή τους. Τώρα η πλάστιγγα της νίκης γέρνει προς το μέρος μας.

Αυτός ο πόλεμος στο κατεστραμμένο κέντρο της πόλης, ο αστικός πόλεμος, διαδραματίζεται μεταξύ φυλών. Σε αυτό το αγχωτικό και παράξενο όνειρο, κράτος και σώματα ασφαλείας δεν υπάρχουν πια. Εξακολουθεί όμως να υπάρχει το βίαιο πρόσωπό τους μέσα απ’ αυτούς τους ρακένδυτους ανθρώπους.

Έχει περάσει πολύς καιρός από την οριστική κατάρρευση των κρατών, η οποία τελέστηκε σε αρκετά αργούς και επώδυνους ρυθμούς. Την κατάρρευση (κυρίως λόγω των κλιματικών αλλαγών) του παγκόσμιου τότε οικονομικού μοντέλου, διαδέχτηκαν εννέα αιώνες  αιματηρών πολέμων και  αδιάκοπων μετακινήσεων των πληθυσμών. Η ανθρωπότητα εισήλθε σε έναν δεύτερο, δριμύτατο μεσαίωνα, ο οποίος άλλαξε πλήρως την μέχρι τότε πορεία, καθώς και τη μορφολογία της. Η σταδιακή διάλυση των εθνών ήταν η πρώτη συθέμελη αλλαγή. Ένα ταλαίπωρο συνονθύλευμα πεινασμένων και μετακινούμενων μιγάδων, το ένδοξο κληροδότημα των τεράστιων μεταναστεύσεων του 29ου και 32ου αιώνα. Από τον 32ο αιώνα και μετά, τα έθνη που όλοι ξέρετε σήμερα, ανήκαν οριστικά στο παρελθόν.

Το παγκόσμιο οικονομικό μοντέλο απ’ τον 22ο αιώνα και έπειτα , ήταν στις επάλξεις του δεσποτικό και ενιαίο διακρατικά, προσφέροντας μεν για αρκετό καιρό μια σχετική σταθερότητα ειρήνης στους λαούς. Πλέον, η απληστία της άρχουσας τάξης για πλούτο και εξουσία δεν εκφραζόταν μέσω των εδαφικών κατακτήσεων. Πετύχαιναν τους στόχους τους μέσω της συρρίκνωσης των εργασιακών και πολιτικών δικαιωμάτων των λαών. Ήταν μια κομψή και αναίμακτη υποδούλωση πέρα από κάθε σύνορο επιβάλλοντας δε, άδικους νόμους και εξουθενωτικούς φόρους εις βάρος των αδύναμων πολιτών. Οι νόμιμα εκλεγμένοι κυβερνήτες των κρατών πορεύονταν με «ευνουχισμένη» ισχύ όντας υποχείρια των οικονομικών συμφερόντων μιας μικρής ελίτ βιομηχάνων και εφοπλιστών, και ο ρόλος τους περιορίζονταν σε πλαίσια πολιτικής κατευνασμού και εκφοβισμού των μαζών. Οι παραγωγικές δομές της κάθε κοινωνίας έπαψαν να ελέγχονται απ’ τις ίδιες τις κοινωνίες. Και ήταν φυσικό, χωρίς οικονομική ανεξαρτησία, οι πολίτες της κάθε κοινωνίας να σταματήσουν να είναι και πολιτικά ανεξάρτητοι. Έτσι, τα κράτη μετατράπηκαν βαθμιαία σε επιχειρήσεις ιδιωτών, και εν συνεχεία, σε ένα παγκόσμιο δίκτυο οικονομικής εκμετάλλευσης των λαϊκών στρωμάτων. Το συνεκτικό σχήμα της ρομαντικής ιδέας έθνος- κράτος είχε σβήσει οριστικά.

 Αστοί-γρανάζια που χάνοντας τα προνόμιά τους έμπαιναν στο περιθώριο του μηχανισμού και άρχιζαν να αισθάνονται παρασιτικοί. Φιλήσυχοι και πρώην βολεμένοι πολίτες, που δεν μπορούσαν να έχουν πρόσβαση ούτε στα απαραίτητα αγαθά και ένιωθαν την υποταγμένη ζωή τους να φλέγεται από οργή. Το κράτος, σφίγγοντας τη μέγγενη της καταπίεσης, μεταβάλλονταν όλο και περισσότερο σε κάτι το απρόσωπο, αυταρχικό και βίαιο. Άλλοι κλείστηκαν στον εαυτό τους, άλλοι ωθήθηκαν στα άκρα δημιουργώντας μικρές τρομοκρατικές ομάδες στο όνομα του εθνικισμού ή της αναρχίας. Άλλοι πάλι, ενήργησαν παθητικά, συμμετέχοντας σε αριστερά ιδεολογικά κινήματα της εποχής, πλασμένα από συγκεχυμένες ουτοπίες και αέρινες θεωρίες, καθώς το παγκόσμιο οικονομικό μοντέλο εδραιωνόταν ολοκληρωτικά, απ’ άκρη σ’ άκρη.

 Μέσα στον ανταγωνιστικό παροξυσμό μεταξύ των μελών της άρχουσας τάξης, της απελπισμένης αντίστασης των φτωχών και των αντικρουόμενων συμφερόντων των αστών, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά (ή δεν ήταν σε θέση να ενδιαφερθεί) για τις γρήγορες περιβαλλοντικές εξελίξεις που μέλλονταν και τις οξύτατες συνέπειες που οι επιστήμονες προειδοποιούσαν πως θα υπάρξουν. Έτσι, η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Η γη με την πάροδο του χρόνου ασφυκτιούσε, κουβαλώντας ήδη στην πλάτη της τρεις αιώνες ρύπανσης και υπερκατανάλωσης από ανθρώπους πολλαπλάσιους απ’ όσους άντεχαν οι πόροι της. Τέσσερα δισεκατομμύρια λιμνάζοντες πάμφτωχοι, επτά δισεκατομμύρια φτωχοί εργάτες και σώματα ασφαλείας, μερικές χιλιάδες πλούσιοι κεφαλαιούχοι και άλλα τέσσερα δισεκατομμύρια ανθρώπων της μεσαίας τάξης βρέθηκαν να κάθονται όπως όπως πάνω στη ράχη ενός κουρασμένου πλανήτη. 

Ασφυκτική δυσωδία! Ένας βρομερός μπόγος στριμωγμένων ανθρώπων, όλοι τους ριγμένοι άτσαλα μέσα σε ένα μολυσμένο φέουδο που ανέδιδε μυρωδιές χερσότοπου.       

Η αδυναμία των κρατών να ανταπεξέλθουν στις κλιματικές αλλαγές οι οποίες επέφεραν κατακόρυφη μείωση της αγροτικής παραγωγής, ήταν αναμενόμενη και καθοριστική. Η οργή των φτωχών ανθρώπων που κόχλαζε, πυροδοτήθηκε απ’ τις κλιματικές αλλαγές και έσκασε σαν βόμβα. Ήταν η αρχή του τέλους εποχής.

Συνοπτικά, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις μειώθηκαν δραματικά. Η μείωση της αγροτικής παραγωγής έφερε την πείνα, η πείνα τις επαναστάσεις, οι επαναστάσεις τους εμφύλιους και εθνικούς πολέμους, και όλα αυτά μαζί, μέσα από ύστατες συμμαχίες απελπισίας μεταξύ των κρατών, πυροδότησαν τον τρίτο ‒πρωτόγνωρο σε ένταση για την μέχρι τότε ανθρώπινη ιστορία‒ παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος ολοκλήρωσε την παγκόσμια οικονομική κατάρρευση και οικολογική καταστροφή. Ο σκοτεινός μεσαίωνας των λιμών και των μεγάλων μεταναστεύσεων βρισκόταν πλέον προ των πυλών. Όλοι αυτοί οι φρικτοί αιώνες απόλυτου χάους που ακολούθησαν με μετακινήσεις πληθυσμών, γενοκτονίες, πείνα και αρρώστιες, επέβαλαν στο ισοπεδωτικό τους πέρασμα μια νέα τάξη πραγμάτων. Έτσι ήρθε η δικής μας εποχή, η εποχή της συστολής.   Πλέον, όλοι οι άνθρωποι του πλανήτη, υποθέτω πως δεν ξεπερνάμε σε αριθμό τις μερικές δεκάδες εκατομμύρια, μπορεί και κάποιες εκατοντάδες. Κανείς δεν ξέρει πραγματικά.

Το σημερινό σύστημα των μικρών, αυτοδιοικούμενων κοινωνιών, έχει διαμορφώσει μια τρίπτυχη δομή οργάνωσης. Οι αιχμάλωτοι πολέμου αποτελούν την κατώτερη τάξη και χρησιμοποιούνται για τις ανθυγιεινές εργασίες, όπως για παράδειγμα τη συντήρηση των αντιδραστήρων και την ταφή τοξικών αποβλήτων. Όλοι οι υπόλοιποι ανήκουμε στη μεσαία τάξη. Άρχοντας είναι μόνο ένας, ο πιο ευφυής, ικανός και ακέραιος άνθρωπος της φυλής, έχοντας υπό τις εντολές του και μερικούς έμπιστους συμβούλους που επιλέγει ο ίδιος. Βέβαια, κάποιοι άνθρωποι υποστηρίζουν πως έτσι κι αλλιώς, το τρίπτυχο κατώτερης, μεσαίας και άρχουσας τάξης, αποτελούσε ανέκαθεν στην πορεία της ανθρωπότητας τη δομή των εκάστοτε κοινωνιών. Απ’ την άλλη πάλι, ζωντανεύουν από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά μέσω εξιστορήσεων, κάτι σκοτεινοί  μύθοι της εποχής των μεγάλων μεταναστεύσεων του 29ου αιώνα, τότε δηλαδή που επικρατούσε παντού το χάος και δεν υπήρχαν ακόμη οι σημερινές φυλές, παρά μόνο μικρές μετακινούμενες ομάδες ανθρώπων. Δεν έχουμε καμία γραπτή αναφορά από εκείνη τη σκοτεινή περίοδο. Όμως, μέσω των παραμυθάδων μας, ζωντανεύουν αφηγηματικοί μύθοι για εκείνες τις προγονικές μετακινούμενες ομάδες. Μύθοι που σκιαγραφούν καταπιέσεις και βαναυσότητες αιμοσταγών αυτοδιορισμένων αρχηγών εις βάρος των υπόλοιπων μελών της ομάδας. Σύμφωνα με τους μύθους της εποχής των μεγάλων μεταναστεύσεων δεν υπήρχαν νόμοι, τάξεις και δικαιώματα μεταξύ των μελών. Υπήρχε μόνο ο άγραφος νόμος που περιοριζόταν σε ένα και μόνο δίπτυχο. Ισχύς και θάρρος. Ο δυνατότερος αυτοδιοριζόταν αρχηγός της μικρής του ομάδας και υπέτασσε τους υπολοίπους, με μοναδική υποχρέωση να είναι ο πρώτος που θα βάλει ηρωικά το σώμα του μπροστά και θα θυσιαστεί για τους υποτελείς του σε κάθε τυχόν σύγκρουση με αντίπαλες ομάδες. Λένε επίσης πως αρκετές συγκρούσεις μεταξύ των ομάδων καθορίζονταν από μία και μόνο μονομαχία, αυτή των αρχηγών, και ήταν μια μονομαχία μέχρι θανάτου. Η ομάδα με τον αρχηγό που ξεψυχούσε κάτω απ’ το μαχαίρι του άλλου, υποχωρούσε απ’ την εύφορη γη και συνέχιζε την τυχοδιωκτική της μετακίνηση με νέο αρχηγό.

 Τέλος πάντων, ποιος νοιάζεται για το βάρβαρο παρελθόν; Οι κοινωνίες του παρόντος είναι πολιτισμένες. Στα βόρεια μέρη της Κανσαρβιλικής μάλιστα, λέγεται πως ισχύει για ορισμένες πολυπληθείς φυλές ένα άλλο, λίγο διαφορετικό σύστημα εξουσίας απ’ το δικό μας, το δημοκρατικό. Έχω ακούσει ότι το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του περίεργου συστήματος εξουσίας είναι πως η άρχουσα τάξη αποτελείται όχι από έναν, μα από πολλούς ανθρώπους και πως δίνεται στη μεσαία τάξη, με πρόφαση το καλό του κοινωνικού συνόλου, η δυνατότητα να σφετερίζεται την εξουσία της άρχουσας, επιδιώκοντας να την ανατρέψει για να πάρει τη θέση της . Όπως και να ‘χει πάντως το πράμα, ούτε στις δικές μας κοινωνίες υφίσταται μακροχρόνια ειρήνη. Η γη είναι πλέον άγονη. Και σε μια άγονη γη ειρήνη δεν ριζώνει. Σε περιόδους που οι σοδειές δεν είναι καλές χύνεται αίμα, πολύ αίμα! Οι πιο αδύναμες φυλές εκτοπίζονται ή σφαγιάζονται από τις ισχυρότερες που και αυτές με τη σειρά τους αργοπεθαίνουν. Αδιέξοδο! Βλέπουμε τη γη να μετατρέπεται σε μια απέραντη έρημο, και η τεχνολογία, λόγω της εξάντλησης των φυσικών μας πόρων (και της ενεργειακής ανεπάρκειας που αυτό συνεπάγεται) εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς. Στην εποχή της συστολής, τεχνολογία και  επιστήμη δε μπορούν να προλάβουν τα γεγονότα και να δώσουν αποτελεσματικές λύσεις.

Η φυλή μας κατάφερε να οργανωθεί αμυντικά και να αντιδράσει στις συχνές επιδρομές των Κραίνων. Αρκετούς ανθρώπους έσφαξαν. Αρκετούς οικισμούς λεηλάτησαν. Τώρα θέλουν και τα θερμοκήπια στο ποτάμι; Ζεστό μολύβι τα περιμένει τα σκυλιά. Τα κουφάρια τους θα αφήσουν εδώ χάμω.

Δεν το περίμεναν. Τους αιφνιδιάσαμε. Έχουμε αρκετά όπλα και σφαίρες για να τινάξουμε στην αντεπίθεσή μας εκατοντάδες κεφάλια από δαύτους μέχρι τη δύση του ηλίου. Αυτή ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη γι’ αυτούς… Τα όπλα μας!

Μας στοίχισαν πολύ ακριβά τα γαμημένα. Δεκατρείς υγιείς αιχμαλώτους,  το μισό της ετήσιας σοδειάς των θερμοκηπίων, τέσσερα κεντρικά φίλτρα νερού καθώς και εξήντα συσσωρευτές ενέργειας. Οι Σαλαστράσοι ήταν ληστρικοί όσον αφορά το αντάλλαγμα των όπλων, μα δεχτήκαμε. Τα ‘χαμε ανάγκη τα όπλα τους. Οι Σαλαστράσοι εφοδιάζουν τις γύρω φυλές με τα καλύτερα όπλα. Χωρίς τα όπλα τους, μόνο με μαχαίρια, τσεκούρια και δυο παλιά οπλοπολυβόλα δηλαδή, ήμασταν ξεγραμμένοι και οι Σαλαστράσοι το ήξεραν αυτό.  

Δες όμως τώρα τα πτώματα των Κραίνων στην άσφαλτο! Το αίμα τους διαλύεται στο βρόχινο νερό που πέφτει ασταμάτητα ξεπλένοντας κάθε αμαρτία στο όνομα της επιβίωσης. Πίσω απ’ τα οδοφράγματα, κοιτώ τις σοκαρισμένες φάτσες τους. Φάτσες σφιγμένες, όλες χλωμές μέσα απ’ τα κράνη τους, με κόκκινες μύτες και υγρά μάτια. Φάτσες  μοιραία αποφασιστικές, έτοιμες για όλα προκειμένου να κατακτήσουν το στόχο τους.

Εμπρός λοιπόν, ελάτε αν σας βαστάει. Στην αντεπίθεση όλοι ρε… Αέρα! Μέσα από πολεμικές ιαχές αρχίζουμε να προχωράμε μπροστά, ξερνώντας πίσσα και φωτιά από τις καυτές κάνες των fireballs. Τα σπλάχνα τ’ ουρανού βάφονται κόκκινα καθώς η βία σκίζει τις σάρκες της. Γυναίκες, παιδιά, γέροι σακάτηδες… όλοι ρίχνονται στη μάχη για τη νίκη, στη μάχη για την επιβίωση.

Ακούω κάποιον να ουρλιάζει. «Γαμημένοι… Ρε γαμημένοι… Θα σας φάω ρε πούστηδες…» Είναι η φωνή ενός Κραίνου. Βλέπω τη φιγούρα του να ξεπροβάλει σα ψιλόλιγνη σκιά μέσα απ’ τα καπνισμένα οδοφράγματα κρατώντας κάτι στο χέρι του. «Σκοτώστε τον!» φωνάζω μη μπορώντας να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Γύρω μου, πυροβολισμοί κατά ριπάς, σπάσιμο τζαμιών, ουρλιαχτά. «Σκοτώστε τον!» Ο Κραίνος φαίνεται τώρα πιο καθαρά. Έχει μαύρα, αραιά μαλλιά και ματωμένο πρόσωπο. «Θα σας φάω ρε πούστηδες…» Κάτι πετάει προς το μέρος μας, κάτι που πέφτει δίπλα μου, στο κράσπεδο του πεζοδρομίου κάνοντας μεταλλικό κρότο. Μόλις που προλαβαίνω να πάω λίγα βήματα πίσω και… ΜΠΑΜ! Πυρακτωμένα θραύσματα διαπερνούν τα κορμιά μας. Ο πόνος…! Κομμάτια σάρκας πέφτουν ζεστά στη βρόμικη άσφαλτο. Αίμα πηχτό και χολή χύνονται παντού, καθώς αυτή η στιγμή παρατείνεται μες στο μυαλό και διαρκεί ώρες ολόκληρες, λες και κολλά ο χρόνος… Το βουητό… Ο ήχος της έκρηξης στριφογυρίζει στ’ αυτιά σαν συνεχές σφύριγμα, διαπεραστικός σαν μεταλλικό έλασμα που μες στην όξυνσή του, μουδιάζει κάθε άλλη αίσθηση, καταλύει κάθε σκέψη. Τρυπά τα τύμπανα σαν ανηλεής σειρήνα σημαίνοντας θάνατο, παγώνοντας σώμα και νου, μέχρι να σβήσει και αυτός ο ήχος, να βυθιστεί στο τίποτα, παίρνοντας μαζί του και όλους τους γύρω ήχους της μάχης, όλους, με όλα μέσα, σαν κύκνεια άσματα συντρόφων και εχθρών του πολέμου. Σφαίρες που σφυρίζουν, ουρλιαχτά, εκρήξεις, μεταλλικοί κρότοι, κραυγές και πυροβολισμοί. Όλα τώρα χάνονται, βυθίζονται σε ερέβη. «Θα σας φάω ρε πούστηδες…» Οι φωνές ξεθωριάζουν και στη θέση τους απλώνεται η σιωπή, πηχτή και αδιαπέραστη… τώρα… το σκοτάδι…

Τα μάτια μου μισάνοιχτα. Το σκοτάδι του ονείρου ανακατεύεται με το σκοτάδι του δωματίου. Ακούω την ανάσα της Ελένης που κοιμάται δίπλα μου. Τα βλέφαρα βαραίνουν… Αργά αργά, αφήνομαι και πάλι στην αγκαλιά του Ορφέα.

Σήμερα άργησα να ξυπνήσω. Σηκώθηκα στη μία. Τώρα βάζω καφέ στο μπρίκι και στρίβω ένα φουντάκι μέχρι να βράσει το νερό. Βασικά, αυτό είναι το τελευταίο φουντάκι μου, αρχίζω ήδη να χαλιέμαι. Πάντα χαλιέμαι όταν ξεμένω από φούντα. «Με το που άνοιξες τα μάτια σου βρε αθεόφοβε άρχισες κιόλας το στρίψιμο;» Ρωτά η Ελένη. Ρίχνω ένα χαμόγελο στην Ελένη και τα σποράκια στο τασάκι . Η τηλεόραση δείχνει στις ειδήσεις τις φωτογραφίες δυο νεκρών αστυνομικών. Είκοσι δύο και είκοσι τριών ετών. Τους δολοφόνησαν, λέει τώρα ο δημοσιογράφος, στο δρόμο, κάτι τύποι με καλάσνικοφ, κάπου στο κέντρο της Αθήνας μετά από καταδίωξη, μέρα μεσημέρι.  Οι κακοποιοί διέφυγαν με ένα κλεμμένο μαύρο τζιπ. Τώρα, δείχνουν στο επόμενο πλάνο, το μαύρο τζιπ παρατημένο σε κάποιο στενό και τους μπάτσους να ψάχνουν στα πίσω καθίσματα για τυχόν στοιχεία. Οι μπάτσοι σκοτώνονται μεσημεριάτικα στους δρόμους της Αθήνας… το νερό βράζει στο μπρίκι. «Καλύτερα να το πιώ εδώ» λέω στην Ελένη. «Ποιο;»  «Το τσιγάρο… θα το πιώ εδώ. Φαντάζεσαι να πέσω πάνω σε κάνα μπάτσο με το τσιγάρο στο χέρι; Έχουν αγριέψει τα πράματα ‘κει έξω…» Ανάβω το τσιγάρο κοιτώντας απ’ το παράθυρο το υγρό αστικό τοπίο. Μουντός ουρανός και ψιλοβρόχι, πάνω από γυμνές ταράτσες και δορυφορικές κεραίες. Η πλασμένη από μπετόν ασχήμια βρίσκει σε όλη της την έκταση την έκφρασή της. Ευτυχώς που η παρακμή αυτής της πόλης συνηθίζεται εύκολα, τόσο εύκολα που στο τέλος μπορεί να τη χαρακτηρίσεις ως και υποφερτή.

 Μόνο ένα πράμα δεν υποφέρεται. Είναι αυτή η πολύμορφη μάζα που βλέπω να παρελαύνει δίχως σταματημό κατά μήκος του δρόμου, αυτή η πλαδαρή πασαρέλα καθημερινών ανθρώπων. Τώρα η ασχήμια μετασχηματίζεται παίρνοντας υπόσταση οργανική με τρίχες, σάρκα και οστά. Δίποδα υποκείμενα, μετακινούμενα, δοσμένο το καθένα απ’ αυτά στην προκαθορισμένη του πορεία. Κάποιοι κύριοι διασταυρώνονται τυχαία παραγκωνίζοντας ο ένας το διάβα του άλλου, κάποιοι άλλοι συσπειρώνονται ως ένα συμπαγές σώμα λόγω βροχής κάτω απ’ τα στέγαστρα στις στάσεις των λεωφορείων. Χαζεύω τις περαστικές φάτσες που διασχίζουν την κεντρική οδό. Όλες χλωμές, μέσα σε χειμωνιάτικα σκουφιά, με κατακόκκινες μύτες και υγρά μάτια. Φάτσες σφιγμένες απ’ το τσουχτερό κρύο, διάτρητες απ’ τα καθημερινά τους βάσανα. Χαζεύω τις μαχητικές τους εκφράσεις. Όλα τα αντέχουν, τα πάντα υπομένουν. Γελοίες και μοιραία αποφασιστικές, πορεύονται κόντρα σε όλες τις καιρικές συνθήκες προκειμένου να φτάσουν στη δουλειά τους για το μεροκάματο. Ωχ! Ξεφυτρώνουν από παντού σα μανιτάρια για να ξεχυθούν με ορμή προς όλες τις κατευθύνσεις. Και άλλες σταγόνες, και άλλη βροχή, και άλλες φάτσες, και άλλα σώματα.  Ένας σάρκινος χείμαρρος που τραβά μπροστά και δεν χαμπαριάζει τίποτα. Η βροχή δυναμώνει. Οι φάτσες σφίγγονται και επιμένουν.