εκδ. Άλλωστε (2016).

ΑΓΡΙΑΔΑ
ΑΠ’ ΑΝΑΓΚΗ

Το
νιώθω, άρχισα να μιλάω μ’ αποστρόφους

θα’
ναι απ’ τ’ άπαντα του χρόνου όλα τ’
όνειρα

κι
εγώ δεν χάνω χρόνο στα γράμματα όταν
μιλώ

τα
τρώω αμάσητα σαν ψέματα,

μέσα
μου κάνω αντιγραφή ό, τι αισθάνομαι

κι
επικόλληση στις ξώβυζες επιθυμίες,

διπλή
σκέψη

κι
ανοίγω τα μάτια μου σε μεγάλο παράθυρο

με
θέα ρυτιδιασμένους νέους και γέρους
παρθένους,

-κι
αυτοί και όλοι- ψάχνουν το πορνό της
ψυχής

σηκώνοντας
ανάστημα στη νύχτα,

αγριάδα
απ’ ανάγκη.

Σαν
να χ _ν_ τα φωνήεντα, μένω πάντα σύμφωνος.

ΜΟΥ
ΤΟ ‘ΧΩ ΤΑΞΕΙ

Κάνω
μια στάση στο παρόν

να
στρίψω μια ζωή σε χαρτάκι στιγμής,
με
κούρασε η διαδρομή στο παρελθόν

-ξέμεινα
κι από μνήμη-
μου έμεινε μόνο το μέλλον

και
θέλω να το κρατήσω γι’ αύριο,
είναι
που μου το ‘χω τάξει.

Κάθε
στιγμή το μέλλον λιγοστεύει

το
τάμα στου καθρέφτη τη θύμηση,

γερνάω

με
μάτια μάνες και χέρια πατεράδες.

ΣΟΥΣΙ
ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

Να
δώσω μια στο φεγγάρι

να
έρθει στα ίσα του,
πολύ χάιδεμα  για
τόσο λίγο φως.


Ρώτησα
και τη νύχτα
κι αυτή άυπνη μένει
κάθε
βράδυ το μοναδικό της όνειρο.

Έγινε
η ζωή μας σούσι φεγγαριού

και
τα όνειρά μας μουσικά κουτιά

που
λείπει η μπαλαρίνα.