Δοξάζοντας τη θερινή
πανήγυρη

Καθώς, ο άνεμος
χορογραφούσε

Την κόμη του πευκώνα

Ένιωσα το λύσιμο των
αρμών

Ενός κορμιού που
στράγγιξε

Τη μνήμη του μητρικού
γάλακτος

Σκουριάζοντας μες στο
γαλακτικό οξύ Δευτέρας.

Άφησε το βάρος να
αποδράσει

Για να λουστεί στο πιο
κοντινό έλος

Του είναι γνώριμο
εξάλλου, κι ομολογώ:

Ναι, η στενοχώρια
παλιννοστεί

Στην ψυχή που
ταλαιπωρείται

Να διανύσει το όνειρο.

Θα είσαι κέλυφος του
τζιτζικιού

Που εξάντλησε το σώμα
του στο συριγμό

Της θερινής πανήγυρης

Όμως, το σώμα σου θα
επιστρέψει

Με το ελώδες βάρος

Μα και το σφρίγος της
ακάματης θάλασσας,

Θα βρει τον τρόπο να
τρυπώσει

Απ΄ τη στεγνή ματιά,

Από την τρύπια τσέπη,

Απ΄ τη θηλή που
ξεκουμπώθηκε

Και χύθηκαν φιλιά.

Αυτήν την ακάματη
θάλασσα να κρατήσεις

Μέσα στα χέρια σου

Δίχως ρανίδα να σου
στάξει,

Κοχύλι να ξεφύγει ή
πλώρη

Ν’ ακουμπήσει στη
στεριά

Και τότε, θα δοξάσεις

Με διάπλατο το έγκαυμα
στο στέρνο

Όπου ξεχύνεται

Η αρτεσιανή
της εργασίας αγωνία

Αυτήν την κατασυκοφαντημένη

Θερινή πανήγυρη

απ΄ όσους σκεπάσαν με
κουμπιά το πλέριο στήθος τους.

Έκπτωτη πλάτη

Την απουσία της αφής
μου πιάνω

Προσκολλημένη σε αγκαλιά

Που φάσκιωσε το θάνατο.

Σα γέροντα τον ήξερα
κι όμως,

Νεογνό μου το ΄φερε

Καταμεσής στο μεσημέρι
μου

Τότε που θα ‘πρεπε ν΄
αρπάζω στη ζωή φωτιά

Από την κάθετη ακτίνα

Χρεώστης της αθανασίας

Σα φλόγιζα ψυχορραγούντα
κάρβουνα

μη γίνουν
στάχτη όλα.

Τι γύρευες γυμνή στον
έρωτα δίχως την εύφλεκτη αγάπη;

Μα κείνο το νεογνό

Με σήκωσε από θεμέλια
κτισμένα

Στους
πορφυρούς σωρείτες

Και μπήκε μέσα μου με
συστολή

Δίχως ντροπή εμβρύου

Και γίνηκα ιππόκαμπος,

Κάμπος από ψηλό βουνό

Μια επιφάνεια ατσαλάκωτα
νεκρή

Λεπτότερη κι από αράχνης
νήμα

Ιστός ν΄ αδράχνει την
αλήθεια

Ακόμη και τη μέρα.

Τι γύρευες γυμνή

στον έρωτα σα
θρυμματίζεις την αυγουστιάτικη πανσέληνο;

Την άφησα την αφή

Στην πλάτη σαν ξεμάκραινε

Με τα επάργυρα φτερά

Να φύονται με άργιλο
της πτώσης,

Στην Όστρια,

Σαν ξεμάκραινε…

Τι γύρευες, ρωτώ, γυμνή
στον έρωτα

με τραμουντάνα στην
αγάπη

κι από το τελευταίο
της το γράμμα κρεμασμένη;

Μη χαριστείτε και
αφήσετε

Την όποια αίσθηση σε
γυρισμένη πλάτη

Τολμήστε,

Γυρίστε τη δική σας

Κι ας σας ρίξουν με βολή
που δεν τους ξεβολεύει!

Μην και ανοίξετε την
πόρτα διάπλατα

Σε όποιον κρεμιέται σε
παράθυρα

Κι εμπρός τους να
βλαστημά

Της μέντας τη διάρκεια

Γκρεμίζοντας τα τέμπλα
της νυκτός.

Συ ξέρεις Πλατυτέρα
πόσο ανάγκη έχουμε το μπλε,

Την αγκαλιά και τ΄ άρωμα
που κρίνει

Το πέρασμα βροχής

Απ΄ τις βουβές σταγόνες

Της άνομβρης αγάπης.

Μην καίγεστε στο θάνατο

Καθώς, μπορεί φωτιά να
αρπάξει ο παράδεισος

Στεγνοί στην όχθη του
σα βγείτε

Και αδειάζοντάς τον
κόλαση θα μοιάσει.