Το
χάραμα

Τότε
που εφιάλτες στα στρατόπεδα

Γίνονταν
πραγματικότης

Τότε
που οι άρρωστοι ματώνουν τα κρεββάτια
τους

Τότε
που ορφανεύουν οι άνθρωποι

Τότε
φεύγω, το χαράμα, την ώρα της ξεκούρασης

την ώρα
της ανακωχής

Την ώρα
που τα ανομολόγητα

Γίνονται
ανάμνηση βουβή.

Θησείο

Τα
πρόσωπα που βλέπω απ’το παράθυρο καφετιά

μυρίζουν
ρούχα φορεμένα μέρες.

τα κοιτώ
και λέω στον εαυτόν μου, άνθρωποι
πραγματικοί

περνούν
και χάνονται, στα στενά του Θησείου.

Κολλημένες
μύγες σε λαδωμένες πόρτες

πέφτουν
σε ανείπωτες στιγμές

Το
λεκανοπέδιο σκοτείνιασε

ο
Παρθενώνας μοιάζει να χάνεται

μέσα
στα βράχια του

τραβώ
την κουρτίνα

Ψηλαφητά
φτάνω στην πολυθρόνα

Ξέρω,
πως εκεί έξω στην πόλη

άνθρωποι
ετοιμάζονται

για την
νυχτερινή τους έξοδο.

Και η
σκιά τους, πέφτει παντού μαυρίζοντας
τις όψεις.