Τιραντέ
Το πλάνο ανοίγει σ’ ένα αμάξι τεχνολογία δυο χιλιάδες. Μια διαδρομή απλωμένη σε δέντρα δυο μέτρα άνοιγμα. Δίπλα ένα κορίτσι – ζόρικο λέει – με γυαλί του ήλιου και κρεμασμένη απ’ τη μία την τιραντέ. Πίσω μια φίλη – κολλητή λέει – με άρωμα πάνω απ’ το μαγιό με τσίχλα φράουλα στο στόμα. Μπροστά ο τύπος οδηγά κι είναι ανοιγμένα στα μάτια δυο γουίντοους κι από γύρω σάουντρακ τα ροκ εντ ρολ του εβδομήντα.
Σταματάει σε μια παραλία. Μια γριά είναι μέσα κι ένας σκύλος απ’ έξω με μια σκηνή παραδίπλα. Κι είναι ησυχία πρωινή μέχρι να κατέβει η παρέα και τα κορίτσια να τρέξουν για βουτιά σαν ηλίθιες. Τα σορτσάκια το ένα ροζάκι το άλλο μαύρο δίπλα στον τύπο που αράζει στην άμμο. Ανοίγει μια μπύρα και κάνει τσιγάρο. Είναι νωρίς ακόμα για μπάνιο και κάτσε να κάψει λίγο ακόμα.
Κάθεται κι ακούει γέλια γυναικεία αναμμένα σωσίβια. Κάθεται και κοιτάζει το θηλυκό ενυδρείο έξι μέτρα μπροστά η ζωή σε πλήρη παράταξη. Και δίπλα η γριά που κουνήθηκε όσο μπόρεσε, κατάφερε παντρεύτηκε και τώρα κάνει πλάτσα πλούτσα για τα αρθριτικά της. Όλοι έτσι φεύγουν κι όλοι έτσι μένουν σκέφτεται ο τύπος, γάμησέ τα μεγάλες σκέψεις αδερφέ.
Η ζωή η σφύζουσα μπροστά να κάνει τσαλιμάκια. Παιχνιδίζει πάνω στο κυματάκι που τρώει κατάμουτρα η γριά. Και τα κορίτσια γελάνε και της φωνάζουν για τα πεσμένα της βυζιά της κωλόγριας που βαριακούει. Απόφοιτη νοσηλεύτρια η μία, βοηθός φυσιοθεραπευτή η άλλη. Και βγαίνει να κάνει τσιγάρο και λέει δε θα μπεις μωρό μου κι ο τύπος λέει θα μπω μωρό μου. Και λέει για χθες μούγκα κι ο τύπος λέει ντάξει κοριτσάρα μου. Κι εκείνη λέει είσαι όμως μεγάλος μαλάκας κι εκείνος λέει είμαι καύλα μου.
Κι όλο κάπως έτσι πάει μέχρι που το πλάνο κλείνει στη θάλασσα στα πειράγματα μέσα απ’ τα μαγιό στο στέγνωμα κάτω απ’ τον ήλιο. Εκεί που αρχίζει και τελειώνει κάθε μέρα ο ήλιος πηγαίνοντας γυρνώντας. Εκεί που ξάφνου φωτίζει απ’ τα δυτικά κυριακάτικα απόγευμα. Κι είναι τώρα Σεπτέμβρης και δεν είναι για μπάνιο αλλά για αυτό που πήρανε γραμμή και λένε μπάρμπεκιου το γουικέντ.
Έτσι κι αλλιώς το νόημα δεν αλλάζει κι η παρέα είναι αυτή που είναι αραγμένη στη βεράντα να περιμένει να φανεί κάνας γνωστός ή περίεργος από κάτω. Κι από επικαιρότητα άλλο τίποτα. Η επανάσταση που ξεκινάει απ’ τα μέσα, η μαλακία του κόσμου κι η κρίση της ηθικής πρώτα απ’ όλα. Και κυλάει το νερό στ’ αυλάκι ήσυχα και ήρεμα όπως πίνει ο τύπος φραπέ απ’ το πλαστικό του σέηκερ.
Κι οι άλλες δίπλα χαρτί και κουβέντα, φέισμπουκ κι αγνάντι στον αραιωμένο δρόμο. Τώρα έχει σάουντρακ χιτάκια εδωνελλάδα εφ έμ. Κι έτσι της έρχεται της μίας και μένει με το άσπρο της τιραντάκι. Κι έτσι της έρχεται και της άλλης και κάνει το ίδιο με μια πόζα σαν να κάνει υπερωρία απ’ τη νύχτα. Κουνάει τον κώλο της στην πρώτη και χορεύουν. Κουνιούνται και χορεύουν τα κορίτσια και το χιτάκι τελειώνει αλλά μπαίνει άλλο. Κι η τιραντέ έχει γίνει σ’ ένα τρίλεπτο στράπλες και πάει ακόμα λέγοντας.
Ο τύπος τα ‘χει ξαναδεί τα κρυμμένα ημισφαίρια και δεν είναι απλά ωραία. Και τώρα ήρθε η σειρά του λέει, τώρα λέει έρχονται κι οι δυο τους. Τζίφος και μόνο κούνημα οι πουτάνες. Ανάβει τσιγάρο τραβάει τη γουλιά φραπέ και πάει μέσα.
Οι φίλες τώρα κάθονται και ηρεμούν. Ευκαιρία να πούνε τα νέα τους να πει κι η κολλητή για τον μαλάκα που τραβιέται τελευταία. Αλλά γουστάρει φουλ και γουστάρει και την ιδέα ότι μια φορά η άλλη είναι πιο σκατά απ’ αυτήν. Και πάει λίγο μέσα να φτιάξει καφέ και λέει ωραίος ο καναπές κι ο τύπος λέει καναπές είναι. Κι εκείνη λέει είναι του σπιτιού σας κι εκείνος λέει κάθε σπίτι έχει έναν καναπέ. Κι εκείνη λέει είσαι όμως μεγάλο αρχίδι κι ο τύπος λέει στ’ αρχίδια μου.
Κι όλο κάπως έτσι πάει και το σημείο τομής είναι δυο στ’ αρχίδια μου που συναντιούνται. Τα χιτάκια συνεχίζουν στη βεράντα, ο ήλιος συνεχίζει να πέφτει στον κόσμο κι οι δυο τους πέφτουν να συνεχίσουν στον καναπέ.
Κι είναι λέει σαν να χτύπησε ρεύμα για κανά τέταρτο και τι κάνουν, να ‘τοι μπροστά της τι κάνουν. Άλλα δυο ηλεκτρόνια μέσα σ’ αυτή την ατέρμονη κίνηση που γαμιούνται.