Το ελάχιστο φως

Εδώ. Στο ελάχιστο φως. Ησυχία. Μόνο πού και πού κάποιο ροχαλητό. Τον σκουντάω. Γυρίζει. Κι έπειτα πάλι ησυχία. Κάθομαι δίπλα του. Με παίρνει ο ύπνος στην καρέκλα ή ξαπλώνω κι εγώ δίπλα του, στην άκρη του κρεβατιού για να μην τον ενοχλώ. Αυτός κοιμάται. Τον περισσότερο καιρό. Δεν ξεχωρίζει πια νύχτα ή μέρα. Τόσο πολύ λέω, θα δοθεί κάποτε στον ύπνο ολότελα. Και φοβάμαι λιγάκι. Γι αυτό τον σκουντάω. Ακόμα κι αν δε ροχαλίζει. Μόνο και μόνο για να μη ξεχνιέται. Τι να κάνω εγώ μόνη μου εδώ πέρα; Δεν σηκώνεται από μόνος του. Τον σηκώνω εγώ. Τον ξεντύνω. Με κοιτάζει πάντοτε με την ίδια απορία. Δυσκολεύεται. Του βάζω ρούχα καθαρά. Πιτζάμες πάντα. Δε βγαίνουμε από το σπίτι. Τον καθαρίζω. Δε θέλει εκείνος. Αλλά πρέπει. Με ένα ζεστό βρεγμένο πανί. Δε μιλάμε. Κι ύστερα πάλι στο ελάχιστο φως κοιτιόμαστε. Και του πιάνω το χέρι. Τόσα και τόσα από μπροστά μας πέρασαν και τώρα ησυχία. Εκείνος κοιμάται. Εγώ ξαγρυπνώ. Έχει μια κούραση δε λέω. Αλλά και τι να έκανα ολομόναχη εδώ πέρα; Όχι, όχι. Κουνάω το δάκτυλο σε κείνον που βρίσκεται ψηλά και του λέω. Εμένα να πάρεις πρώτη. Κι ύστερα πάλι σκέφτομαι. Κι αυτόν ποιος θα μου τον φροντίζει; Γιατί ανάγκη έχει κι αυτός. Κι ας κοιμάται τον περισσότερο καιρό. Κάποτε ξυπνάει και κοιτιόμαστε. Στο ελάχιστο φως. Τι να σου πω. Κάνε όπως καταλαβαίνεις. Όποιον θέλεις εσύ πρώτο πάρε. Κουμάντο σ’ αυτά μόνος σου κάνεις. Εγώ και που σου λέω δε μετράει. Αλλά κι ας κοιμάται. Κι ας μη μιλάμε. Και μόνο που είναι εδώ έχει σκοπό η μέρα. Τον προσέχω. Τον σκουντάω. Τον κοιτάζω. Κοιτιόμαστε. Του κρατάω το χέρι. Και μόνο αυτά λίγα δεν είναι. Ροχαλίζει. Τον σκουντάω. Γυρίζει πλευρό. Και τώρα ησυχία. Κι είμαστε ακόμα. Κι οι δύο εδώ. Στο ελάχιστο φως που απομένει.

Λονδίνο 2011/ Θεσσαλονίκη 2013

Πρώτη δημοσίευση: 19/1/15 – 12:29 μ.μ