Τάσος Μιχαηλίδης.
Οι κλέφτες χτυπούν το βράδυ
Απ’ όλα πιο πολύ θυμάμαι να σου θυμώνω. Γιατί άφηνες τα άπλυτα με τις ώρες στο νεροχύτη, μέχρι που αγανακτούσα και τα ’πλενα πάλι εγώ. Γιατί δεν πετύχαινες ποτέ το ρύζι, όπως μου αρέσει, αν και υποπτευόμουν πως το έκανες πάντα απλώς όπως σου άρεσε εσένα. Γιατί μπέρδευες τις φωτοτυπίες σου με τις δικές μου κι έπειτα έπρεπε να τις ψάξω. Μου την έσπαγε γενικώς που έπρεπε με μια γυναίκα να ’μαι εγώ ο σπαστικός, αυτός ο οποίος ήθελε την κάποια τάξη. Ό,τι στη γυναίκα νοικοκυροσύνη, στον άνδρα ιδιοτροπία. Επέλεγες αυτό το σενάριο στερεοτύπων, αφού το άλλο έλεγε εμένα άτυχο κι εσένα ανεπρόκοπη. Διπλό το πλήγμα, την πρώτη εκδοχή παρακαλώ! Ένα χάπι να τη πιστέψω κι εγώ… αν γίνεται.
Θυμάμαι να μη στρώνεις ποτέ το κρεβάτι, πριν πάμε για δουλειά. Έφευγες νωρίς, επειδή είχες κάθε μέρα ταξίδι και έμενα με τον καφέ, που δεν ξεχνούσες ποτέ σου να μου φτιάξεις, να κοιτώ την άδεια θέση σου στο κρεβάτι, ζεστή ακόμα από το σώμα σου. Χάζευα τα πράγματά σου ένα προς ένα. Τόσο μικρά ρουχαλάκια, τόσο λίγο και λεπτό το ύφασμα των ρούχων σας. Τόσα χρώματα μέσα στα μπουκαλάκια των καλλυντικών σου. Μυστήρια, μαγικά μαντζούνια. Σε μεταμφίεζαν σε πριγκίπισσα των παραμυθιών, σε ερεθισμένη θηλυκή μαινάδα, έτοιμη να χορέψεις ημίγυμνη μπροστά στα λιγωμένα μου μάτια. Τόσα χρώματα στο δωμάτιο ολόγυρά μου, που με ανάγκαζαν να χαμογελάσω, σαν παιδί που έβλεπε το ουράνιο τόξο από το μπαλκόνι. Μισόγυμνος θαύμαζα τη σάρκα μου. Πάντοτε στο μυαλό μου καρφωμένη η εικόνα του αγοριού, την ώρα που κοίταξε βαθιά τα χαρακτηριστικά του στον καθρέφτη κάποτε, για να προκαλέσει το γυαλί να του δείξει πως θα έμοιαζε ως άντρας.
Πρόσθετε στη φαντασία του τρίχες στο πρόσωπο και συνοφρύωνε τα φρύδια για να πάρει πόζα σπουδαίου, ενώ στεκόταν στις μύτες. Μέχρι που κουράζονταν τα πόδια και η παιδική του φάτσα και ξαναγινόταν παιδί μικρό. Πήγαινε τρομαγμένο στην κουζίνα να πιει το γάλα του μήπως και μεγαλώσει. Τώρα ήμουν πια ο άντρας αυτός που ζητούσα να γίνω. Έψαχνα με κάθε τρόπο να βρω αυτό τον μπόμπιρα μέσα μου να τον καθησυχάσω – ή να τον τρομάξω;- πως θα μεγαλώσει επιτυχώς. Τόσος καιρός πέρασε κι ακόμα δεν μπορώ να συνηθίσω το μεγάλο μου κορμί, με τις αλλόκοτες λεπτές τρίχες στη κοιλιά και το στέρνο. Η φωνή μου βαριά, ειδικά τα πρωινά και το πρόσωπο σκούρο στα γένια. Μοιάζει σαν ένας γίγαντας να κατάπιε το αγόρι με τα μεγάλα μάτια και τα πρησμένα ψηφιδωτά του χείλη στα αθροίσματα κληρονομικότητας συγκολλημένα.
Κι όχι μόνο στεκόταν μπροστά μου ένας πελώριος τύπος στο τζάμι, καθόλα συμπαθητικός θα ’λεγα, μετά ιδίως από το ξημέρωμα μέσα σου, ανάμεσα στα χάδια σου, αλλά είχα και μια γυναίκα να μου φτιάχνει καφέ τα πρωινά και να με ξεντύνει με λαιμαργία τα βράδια. Κι όχι απλώς για με σκεπάσει λέγοντάς μου καληνύχτα. Τί να κάνω κυρά μου το καληνύχτα, σκεφτόμουν για τη μάνα μου. Εγώ τα βράδια φοβάμαι που οι σκιές χορεύουν στο μυαλό μου. Τότε ξυπνάνε τα ουρλιαχτά και παραβγαίνουν ποιο θα χωρέσει πρώτα στα ανοιχτά παράθυρα του κεφαλιού μου. Τα πρωινά με περιορίζεις, ενώ θέλω να ανοίξω τα φτερά μου και το βράδυ με εγκαταλείπεις στα ανοιχτά χωρίς πανιά, έτοιμος από τη τρομάρα να βρέξω τις πάνες μου. Τέλος πάντων. Επιτέλους, ήρθε η ώρα μου να με συντροφεύουν κι εμένα, όταν καλύπτουν τα παπλώματα τα κορμιά των μισοναρκωμένων.
Σε έβλεπα στις φωτογραφίες μας δίπλα στο κομοδίνο, σου έδινα ένα φιλί στην κορνίζα κι έφευγα για το γραφείο μισή ώρα μετά τη δική σου αναχώρηση. Τα μεσημέρια ήξερα πως θα προλάβω να γυρίσω πρώτος. Θα έκανα μπάνιο, θα μισοετοίμαζα τις κατσαρόλες και θα τις άφηνα να σε περιμένουν για να τις ανακατέψεις. Έτσι για να σε πειράξω τάχα, αλλά στα αλήθεια γιατί ήμουν απλώς κουρασμένο γαϊδούρι και προτιμούσα εγώ να γκαρίζω κι εσύ να μαγειρεύεις.
Σε χαλβάδιαζα να κόβεις τις πατάτες και να ανακατεύεις το κρέας να μη κολλήσει. Η μυρωδιά του βασιλικού και της κανέλας ανάμεσα στα λευκά σου χέρια και τα καστανά σου μαλλιά να χύνονται βαριά στους ώμους. Οι γάμπες σου ανέβαιναν υποσχόμενες το υπόλοιπο σχήμα των ποδιών σου μέχρι τους τορνευτούς γλουτούς σου. Μμμ έτσι δυνάμωνε η πείνα! Ήθελα να σου κάνω έρωτα. Ήθελα να πω στον μπόμπιρα που κάπου κλειδώθηκε μέσα μου χαμένος σε τόσο μεγάλο σώμα, να μη φοβάται. Να του δείξω εσένα να σε θυμάται. Να σε ξεχωρίσει αμέσως, μη και στρίψεις πριν σε προλάβει. Μη και δεν προφτάσει να σου πιάσει αυτή την αργόσυρτη κουβέντα της αποπλάνησης.
Η τηλεόραση φώναζε τις φωνές των αγανακτισμένων, οι άνεργοι ξεροστάλιαζαν στην απέναντι εταιρεία κάθε πρωί για συνεντεύξεις. Τα συσσίτια της κοντινής εκκλησίας μύριζαν ως εδώ τα απογεύματα, οι άστεγοι σέρνονταν ως την πόρτα μας για να καθίσουν κάπου απόμερα και να φάνε το μόνο γεύμα της ημέρας. Οι πολιτικοί ξελαρυγγιάζονταν κατηγορώντας ο καθείς τον άλλο για την κόλαση που μας κρατάνε και για την αναμένουσα γη της επαγγελίας που δεσμευόταν ξεχωριστά οι αντίπαλοι πως θα μας χαρίσουν. Το ζευγάρι της διπλανής πόρτας του ορόφου μας μετακόμιζε λόγω έξωσης. Τίποτα δεν ξέραμε. Λυπόμαστε, κάτι σαν να καταλάβαμε, αλλά δεν αντιδράσαμε. Κι οι δυο μας τόσο, για τόσο καιρό απορροφημένοι από τη καθημερινότητα του άλλου που ήταν και του καθενός μας η δική του.
Όλα ακίνητα περίπου κι εμείς φοβισμένοι, κολλούσαμε το δέρμα μας ο ένας πάνω στον άλλο. Ίσως γι’ αυτό η κρίση εδώ να μη λύνεται. Είναι όλοι οι νέοι μεθυσμένοι στους χυμούς της νιότης τους. Είναι όλοι υπνωτισμένοι από τα απότομα κορμιά που ντύθηκαν οι φωνές των παιδιών μέσα τους και αργοπορούν για καιρό να τα δαμάσουν. Προτιμούν να μένουν σπίτι και να παλεύουν να δοκιμάσουν τις αντοχές τους σε ποικίλες συνθήκες και στάσεις.
Ίσως επίτηδες να χτύπησε τόσο τους νέους η κρίση. Ήταν τελικά υψηλού κινδύνου ομάδα. Ίδρωνα κάθε μέρα για την κατάντια, τσακωνόμουν με την τηλεόραση για όσα μας τσαμπουρνούσε, αλλά έπειτα βράχνιαζα και θήλαζα τις ρώγες σου μπουκωμένος, ενώ εσύ ανατρίχιαζες στην ξαφνική επίθεση των ορμών μου. Είμαι μεγάλος άντρας εγώ, με τρίχες στο πρόσωπο κι έχω και κάτι ανάμεσα στα πόδια μου που θέλει συνεχώς την προσοχή σου, φώναζα σαν πιτσιρίκι του νηπιαγωγείου με κατεβασμένα τα παντελόνια χοροπηδώντας στο κρεβάτι, μόνο που το συγκεκριμένο πιτσιρίκι είχε στύση κι ήταν πιθανό να σου βγάλει μάτι αν δεν κουμαντάρει το κατάρτι. Κι ευτυχώς για σένα και για τη μισοάδεια μόνιμα τσέπη μου λόγω μόδας – ατυχώς μόνο για τους ψυχολόγους -, ούτε άλλαγμα ζητούσε, ούτε τη μάνα του καλούσε.
Τα βράδια βουλιάζαμε στα μαξιλάρια τσαλακωμένοι στις μισοβγαλμένες μας πιτζάμες και μας φύσαγε το αέρι της ανοιξιάτικης νύχτας από το ανοιχτό παράθυρο. Χανόταν το κεφάλι μου μέσα στο στήθος σου, καθώς άστραφτε στο φως της μισοξεψυχισμένης λάμπας. Έβλεπα τα χέρια μου να ζωγραφίζουν σινιάλα ναυαγών στην άσπρη κοιλιά σου που χρύσιζε στο ξανθό, ανεπαίσθητο χνούδι της. Κι έτσι ανάμεσα σε αφυδατωμένα χείλη και λιπόθυμα χάδια αφηνόμασταν στον Μορφέα. Με συντροφιά τον γραβατωμένο της οθόνης που ανακοίνωνε τους αριθμούς των σημερινών απολυμένων. Με το αεράκι μουγκό από τους συνήθεις ψιθύρους του διπλανού σπιτιού σήμερα και τα κανάλια τα όποια άλλαζες με το ζόρι, να σε πείθουν να αναβάλλεις το κλείσιμο των ματιών παραδινόμασταν στη γη των αφηγήσεων της νάρκης.
Κι ευχόμασταν μεταξύ ονείρων κι εφιάλτη να μη σε πάρει το ξεπουπουλιασμένο κράτος μας μακριά μου. Να μην είμαστε το επόμενο ζευγάρι που θα αδειάσει το σπίτι του και θα πενθήσει τα πολύχρωμα πράγματά του. Να μην είμαστε στην κληρωτίδα των αναγκαίων θυμάτων στα δόντια του πεινασμένου Μινώταυρου, έτσι για να αποδεικνύουμε στα αιφνίδια κλάματα των δικών μας για τους άδικους κόπους της ανατροφής μας, πως ματώνουμε κι εμείς εδώ. Πως φτωχαίνουμε ειλικρινώς μετανοημένοι για τα όσα κάποιοι σε κάποιες καρέκλες κάνανε, επειδή δεν ήταν απασχολημένοι στον έρωτα τα βράδια. Επειδή έπρεπε με κάποιο κακό στους ιδρωμένους να δείξουν πως τους ενοχλεί η ερημιά τους στους θρόνους. Πως εμείς είμαστε έστω καλή τροφή για νόθους γόνους λαβυρίνθων.
Έτσι κουλουριασμένοι με τα χέρια και πόδια γαντζωμένα ο ένας στο κορμί του άλλου, μην και βρούμε σε ξέρα στης νύχτας τα πελάγη, μην και χτυπήσουμε μέσα σε ξαφνικό μπουρίνι, αρμενίζαμε ανυποψίαστοι στις απέθαντες σχεδιάσεις του βαρκάρη. Σύνηθες στην πατρίδα μου οι διαμελισμένοι στης αλίμενης νύχτας τα νύχια, διηγούνταν για χρόνια οι ειδήσεις. Ζήλευε συχνά τα ροχαλητά των θνητών η ζωντοχήρα του ήλιου, ειδικά των πλεγμένων σε έναν κόμπο, σαν να τη προκαλούσε αυτή η μάζα από σάρκα να τη λύσει.
Δεν γνωρίζω τι έγινε εκείνη τη νύχτα στο σκοτάδι. Ξέρω πως ξύπνησα με μώλωπες και πληγές ανοιχτές στα σημεία που ενώνονταν οι πλέξεις μας. Ο πόνος ήταν αφόρητος και το σπίτι ήταν άδειο από τα χρώματά σου. Ένιωθα νηστικός σαν από χρόνια να είχα να γευματίσω. Ένιωθα σιωπηλός, τόσο που φοβόμουν να μιλήσω, μην και σπάσω κάποιο μυστικό όρκο που λησμόνησα. Μην και ξυπνήσω κάποιο τέρας το οποίο μας απειλεί να μας κατασπαράξει. Το ίδιο δωμάτιο, αλλά χωρίς εσένα. Ένα χαρτί με μουτζούρες από χυμένο καφέ – ο υπόλοιπος κρύος στο φλιτζάνι με περίμενε – σε διέταζε να πας μακριά. Το κράτος χρειαζόταν με τις πλεξούδες σου να κλείσεις μια τρύπα στα σύνορα, να μη μπει ο βοριάς και μας πάρει και μας σηκώσει. Πώς βρήκαν εσένα ειδικά απ’ όλες τις βαριομαλλούσες; Οι φωτογραφίες σου έφταιγαν που τις είχα αραδιάσει παντού με τα μαλλιά σου να ανεμίζουν ανέμελα; Μήπως και μας κάρφωσε το ζευγάρι, επειδή δεν είχαμε δει εδώ και καιρό πως αδυνατίζουν εκεί μέσα; Μας εκδικούνται οι γονείς, γιατί δεν παίρναμε τηλέφωνο όσο οι μάνες μας ζητούσαν με απειλές και παρακάλια; Μήπως μαρτύρησε ο αέρας τη μυρωδιά μας στην ανέραστη από την πρώτη της κατασκήνωση στα Γρεβενά με το γιό του κυρίου Ηλία, αφέντρα της περιφέρειάς μας;
Πώς σε βρήκαν μέσα στη νύχτα; Πώς με πέτυχαν τόσο μπόσικο και γκρέμισαν το γραφείο μου και δεν έχω πού να πάω τα πρωινά; Πουθενά δεν ακούστηκε λοιπόν ο θόρυβος της μπουλντόζας, των ερειπίων; Κανένας δεν είδε τίποτα. Θα κατάλαβαν, αλλά δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν φαίνεται κι εκείνοι. Κι εσύ όσο και να ετοιμάζω τις κατσαρόλες, όσο και να καθαρίζω αργά τις πατάτες δεν προφταίνεις να έρθεις, ούτε καν για το βραδινό. Ούτε στην τηλεόραση πια δεν μιλώ. Την αφήνω μόνη της να φωνάζει, για να μη σκέφτομαι πως δεν είσαι εδώ. Πως έγινες ξαφνικά μια βραχνή φωνή στο τηλέφωνο που ασθμαίνει από τον υγρό καιρό, τον οποίο δεν μοιράζομαι μαζί σου. Σε λίγο η υπηρεσία με ειδοποίησε πως θα το κόψει. Σαν αναγγελία εκτέλεσης μου ακούστηκε. Αλλά από εκείνη τη νύχτα δεν μπορώ τίποτα να πω, σε τίποτα δεν μπορώ να αντιδράσω.
Έχασα το φυλαχτό μου τα βράδια, σαν να κάηκε μαζί με όλα και η λάμπα. Σαν να μη μεγάλωσα ποτέ, σαν μην έφυγα ποτέ από τον καθρέφτη. Στέκομαι αγριεμένος στο δειλινό, σκέτος μπόμπιρας και παλεύω να με παραστήσω γίγαντα. Πώς δεν άκουσα τα στοιχειά που πλησίασαν στο σκοτάδι; Τόσες νύχτες ξάγρυπνος εκπαιδεύτηκα να τα εντοπίζω. Και τελικά με βρήκαν στον ύπνο και σε απήγαγαν οι γεροντοκόρες διοικήσεις της πατρίδας μου. Σε στέρησαν από μένα. Με στέρησαν από σένα. Και δεν σου έμαθα πώς να βράζεις σωστά στα γούστα μου το ρύζι, ούτε σε έπεισα να μην αφήνεις άπλυτα στο νεροχύτη για ώρα. Ούτε πρόλαβα να σε αποπλανήσω να μαγειρέψεις γυμνή μπροστά μου τα κοκκινιστά της Ανατολής με τα μυρωδικά στα χέρια σου να αρωματίζουν τη νιότη μας με ελπίδα.