«Τίγρεις σε ενυδρείο», Δημήτρης Λεοντζάκος, εκδόσεις Σαιξπηρικόν


Το βιβλίο «Τίγρεις
σε ενυδρείο» του
Δημήτρη Λεοντζάκου κυκλοφόρησε τον
Μάρτιο του 2016 από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν
που εδρεύουν στη Θεσσαλονίκη. Σε αυτό
βρίσκουμε επτά ποιήματα που εκτείνονται
από δύο έως πέντε σελίδες. Το βιβλίο
παρ’ ότι εκδόθηκε τώρα είχε γραφτεί πριν
από δώδεκα χρόνια, και συγκεκριμένα
πριν από τα «Κινέζικα» και
τα «Σκυλιά του Ακταίωνα», τα
δύο πιο πρόσφατα βιβλία του. Σύμφωνα
λοιπόν με τη σειρά γραφής κι όχι έκδοσής
τους, οι «Τίγρεις σε ενυδρείο»
είναι το τρίτο
βιβλίο (προηγούνται τα «Κόμικ»,
Τραμάκια 2001 και «Η
Κίρκη ξαφνικά», Μεταίχμιο
2004). Με τη συγκεκριμένη πληροφορία
προστίθεται ένα κομμάτι παζλ στο ποιητικό
σχεδιάγραμμα του Λεοντζάκου. Αν θεωρήσουμε
τη χρονική σειρά σημαντική τότε ο ποιητής
πιστεύει στην αναπόφευκτα εξελικτική
-χωρίς αξιολογικούς όρους- πορεία της
προσωπικής γραφής, κι έτσι το βλέπουμε
εν μέρει κι εμείς.

Τα
ποιήματα είναι σε ελεύθερο στίχο αν και
μερικές φορές υπάρχει ομοιοκαταληξία
που προκύπτει από τον ρυθμικό κυματισμό
–σύμφωνα
με τον τονισμό των λέξεων–
στο εσωτερικό των στίχων αλλά και στην
άκρη τους. Την τεχνική αυτή στον ρυθμό
και την ομοιοκαταληξία ο ποιητής θα την
αναπτύξει ιδιαίτερα στα δύο τελευταία
του βιβλία, τα Κινέζικα και
τα Σκυλιά, όμως εν σπέρματι τη βρίσκουμε
και σε αυτή την πρωθύστερη ποιητική
κατάθεση. Τώρα όσον αφορά στη ανάπτυξη
του περιεχομένου και των ιδεών κάθε
ποιήματος, η κύρια μέθοδος του Λεοντζάκου
είναι η ανάπτυξη ενός μοτίβου ή
περισσότερων. Π.χ. με την αραιή και
διακριτική παρουσία ζώων, αρπακτικών
ή ελαφοειδών (τίγρεις, λεοπάρδαλη,
αντιλόπη) σε σχέση αντίθεσης. Με το γάλα,
τη λίμνη και το υγρό στοιχείο εν γένει
ως τόπους ακινησίας και συντήρησης (Δύο
τίγρεις σε ενυδρείο/παγώνουν κάτω απ’
το νερό/ σ. 16). Όλα τα μοτίβα στο βαθμό
που αναπτύσσονται (κάποια αναπτύσσονται
σε άλλες συλλογές όπως στα «Σκυλιά του
Ακταίωνα») διαμορφώνουν μια ατμόσφαιρα
αιφνιδιασμού και ταξιδιού. Η συλλογή
μοιάζει να φεύγει διαρκώς καθώς ο
“αφηγητής” μένει ακίνητος.

Η
μεγαλύτερη αδυναμία, ιδιαίτερα εμφανής
στο ποίημα που είναι αφιερωμένο στη
Λούλα Αναγνωστάκη αλλά και στα υπόλοιπα,
είναι ότι ο ποιητής παρασέρνεται από
τη φαντασία και το υλικό του αναπτύσσεται
ανεξέλεγκτα. Υπάρχει ένα πρόβλημα στη
“στοιχειοθεσία” των λέξεων και των
φράσεων που ακολουθούν η μία την άλλη,
ο ειρμός διαφεύγει από τον έλεγχο του
συγγραφέα. Κατά τα άλλα, η γραφή του
Λεοντζάκου είναι ήδη γνώριμη, κάπως
ακατέργαστη σε σχέση με τις συλλογές
που ακολούθησαν αλλά ενδεικτική για το
πώς εντέλει οργανώνει σταδιακά το υλικό
του από βιβλίο σε βιβλίο. Τα γραπτά του
Λεοντζάκου αποτελούν όλα ένα συνεχές,
ένα έργο σε εξέλιξη. Στο επόμενο βιβλίο
ίσως αλλάξει κεφάλαιο.