Μια περιπλάνηση
σε έναν πολυδαίδαλο και πολύβουο κόσμο 


«Τα όρια της γλώσσας μου, 

σημαίνουνε
τα όρια του κόσμου μου» 

Ludwig Wittgenstein 

Ι 

Υπάρχουν πολλές γλώσσες, πολλές εκφραστικές δυνατότητες για να
μιλήσει κανείς, να συνομιλήσει με τους άλλους και να διατυπώσει τον
δικό του μονόλογο, τη δική του μοναδική αλήθεια, μέσα στη συλλογική
παγκόσμια αλήθεια. Μια από αυτές τις γλωσσικές/εκφραστικές
δυνατότητες, χωρίς καμιάν αμφιβολία, είναι και η σιωπή.
Ως γλώσσα, ως κώδικας ομιλίας επομένως, η σιωπή, θα πρέπει
συμβατικά να δεχθούμε πως διαθέτει το δικό της «αλφάβητο», τη δική
της «γραμματική» και το δικό της «συντακτικό». Και αν προχωρήσουμε
ακόμη περισσότερο, θα πρέπει επίσης να δεχθούμε πως διαθέτει και
την δική της ιδιότυπη φιλολογία. Την Φιλολογία της Σιωπής! Μια κατ’
επίφαση «φιλολογία», βέβαια, συγκροτημένη μέσα σε διαφορετικούς
νοητικούς και επικοινωνιακούς χώρους.
Όμως, εδώ τώρα, δεν θα μας απασχολήσουν αυτές οι παράμετροι.
Αυτό για το οποίο θα προσπαθήσουμε να μιλήσουμε, είναι η ίδια η
σιωπή. Η σιωπή στις διάφορες εκφάνσεις της, μέσα από τις οποίες
θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τις προσφερόμενες από αυτήν
δυνατότητες έκφρασης και «ομιλίας».
Λόγος για τη σιωπή λοιπόν. Για μιαν «άλλη» ομιλία. Για έναν άλλο τρόπο
ανθρώπινης επικοινωνίας. Για έναν μοναδικό διάλογο με το σύμπαν. 

II

Σιωπή: μια πολυσήμαντη λεκτική γέφυρα, που κρέμεται αόρατη
στο χάος, ανάμεσα στον «πομπό» και τον «δέκτη». Ανάμεσα σε σας και σε μένα. Η σιωπή είναι ο φορέας ενός καθημερινού, παγκόσμιου
μηνύματος. Είναι η κατορθωτή εκείνη σιωπηρή συνεννόηση μέσα σε
έναν κόσμο που συγκλονίζεται διαρκώς κι ακαταπαύστως από ηχηρά,
θορυβώδη μηνύματα. Μηνύματα που έναν στόχο έχουν μονάχα: να
ακυρώσουν την όποια ανθρώπινη επικοινωνία. Να ματαιώσουν εντέλει
την ίδια την ποίηση της ζωής. Αλλά, αυτό όπως θα δούμε, δεν θα συμβεί
ποτέ. 

                 «Εν αρχή ην ο λόγος…», αλλά, πριν και μετά τον λόγο, η σιωπή.
Ο «άλλος λόγος». Επομένως: εν αρχή, και εντέλει ην, η σιωπή. Η
γλώσσα του άναρθρου. Η πιο πλήρης άφωνη συνομιλία. Η μοναδική
εκείνη «γλώσσα» για να ρηθεί το άρρητο. Να συλληφθεί το μηδέν. Να
ορισθεί αλλιώς, και να περιορισθεί στα ανθρώπινα μέτρα, το άπαν. 

                  Αλλά τι είναι στ’ αλήθεια η σιωπή. Τι μπορεί να είναι, και τι
να μην είναι, σιωπή; Υπάρχει άραγε λόγος να ορίσουμε και να προσδι-
ορίσουμε τη σιωπή; Ξεκινώντας από το τελευταίο ρητορικό ερώτημα,
πιστεύω πως ναι, υπάρχει και λόγος και ανάγκη να προσδιορίσουμε
τη σιωπή. Κυρίως όμως να γνωρίσουμε, μέσα στα όρια μας ασφαλώς,
την βαθύτερη αλήθεια της έννοιας σιωπή. 

                      Θα κάνουμε την αρχή της γνωριμίας μας, προσεγγίζοντας την
μέσα από λεξικολογικούς ορισμούς. Ιδού λοιπόν!
Σιωπή: 

                      1) η έλλειψη κάθε θορύβου, ησυχία, γαλήνη, σιγή, 2)
το σιωπάν, το να μην ομιλεί τις, η σιγή, 3) η διακοπή ή η παύση της
ομιλίας (της λαλιάς), 4) το να μην απαντά τις εις σταλείσα επιστολή,
5) το να είναι τις σιγηλός, σιωπηλός (η σιωπηλότις).

                Και ας δούμε τώρα, την σιωπή, μέσα από επιγραμματικούς
αφορισμούς και αποφθέγματα:

«Χρη σιγάν ή κρείσσονα σιγής λέγειν». (Πρέπει να σιωπάς ή να λες λόγια
ανώτερα από τη σιωπή.)
(Πυθαγόρας)

***

«Ουδέν σιωπής εστί χρησιμότερον». (Δεν υπάρχει τίποτα πιο ωφέλιμο
από τη σιωπή.)

 (Μένανδρος)

***

 «Το να σιωπάς, τι μάθημα! Τι έννοια πιο άμεση της διάρκειας».

 Paul Valery

***

 «Για τα πράγματα που δεν μπορείς να μιλήσεις, πρέπει να σωπαίνεις».

 Ludwig Wittgenstein

 ***

 «Πρέπει να μπορούμε να σιωπούμε σε όλες τις γλώσσες του κόσμου».

 V. V. Gogh

 ***

 «Αν το Α είναι η επιτυχία, τότε ο μαθηματικός τύπος είναι: Α=Χ+Υ+Ζ,
όπου Χ ίσον δουλειά, Υ ίσον παιχνίδι και Ζ ίσον να κρατάς το στόμα
κλειστό».

 Albert Einstein

Και κλείνουμε αυτή την παράθεση ορισμών και αποφθεγμάτων με τρεις
χαρακτηριστικές παροιμιώδεις διατυπώσεις της λαϊκής σοφίας:

«Αργυρό το μίλημα και χρυσό το σώπα».

«Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι».

«Ο λόγος είναι αργυρός και η σιωπή χρυσός».

         Δεν ξέρω αν όλοι αυτοί οι ορισμοί απαντούν ικανοποιητικά στο
ερώτημα που τέθηκε, το βέβαιο όμως είναι πως μας εισάγουν με τον
καλύτερο τρόπο στο ζητούμενο και ταυτόχρονα μας βοηθούν να
συνειδητοποιήσουμε τούτο, πως: ναι, πρέπει να σωπαίνεις ή να λες
ανώτερα πράγματα από τη σιωπή. Αφού ο λόγος είναι αργυρός και η
η σιωπή χρυσός.

Πόση σημασία, αλήθεια, και πόση βαρύτητα δίνεται -ή πρέπει να δίνεται-στη σιωπή, κάθε φορά που έρχεται η στιγμή να μιλήσουμε ή να μη
μιλήσουμε. Η σιωπή, την κατάλληλη στιγμή, λοιπόν. Ο λόγος, τότε
ακριβώς που πρέπει. Όταν κρίνεται πως είναι καλύτερος της σιωπής.
Μέσα από αυτή τη διπλή ανάγκη του ανθρώπου, να εκφραστεί και να
επικοινωνήσει με τους άλλους, γεννήθηκε -επινοήθηκε καλύτερα-, η
γλώσσα. Και μπορούμε ίσως να υποθέσουμε πως η πρώτη, πρωτόγονη
εκφραστική δυνατότητα, θα ήταν εκείνη που πρόσφερε το ίδιο το
ανθρώπινο σώμα. Οι χαρακτηριστικές κινήσεις των χεριών, οι γκριμάτσες,
το βλέμμα και τα νεύματα.

          Το ίδιο ενδεχομένως θα μπορούσαμε να πούμε και για την
πρώτη «καλλιτεχνική» έκφραση του ανθρώπου στα πρώτα στάδια της
ιστορίας του. Κι αυτή δε θα ήταν άλλη από την πράξη του χορού. Αφού
το ίδιο το ανθρώπινο σώμα προσφερόταν ως ένα γλωσσικό όργανο,
μέσω του οποίου μπορούσε σε στιγμές ανάπαυλας, να εξωτερικεύσει
άμεσα και καίρια τα συναισθήματα του. Ταυτόχρονα όμως ήταν και
ένας τρόπος να «δηλώσει», για πρώτη φορά ίσως, την δύναμη και την
υπεροχή του, απέναντι στα άλλα όντα του ζωικού βασιλείου, με τα
οποία είχε μια καθημερινή συγκρουσιακή σχέση, ζωής και θανάτου.

     Κάτω από τις ίδιες ανάγκες έκφρασης και επικοινωνίας,
αλλά σε διαφορετικές συνθήκες ασφαλώς, φαίνεται πως γεννήθηκαν
όλες οι μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας, πριν ακόμη ο άνθρωπος
αναπτύξει τη γλωσσική, φωνητική επικοινωνία, και ασφαλώς πολύ
πριν να επινοήσει τη γραφή. Η ποίηση, η μουσική, η ζωγραφική, όλες
οι υψηλές δημιουργικές δραστηριότητες του ανθρώπου, που δίνουν
διέξοδο στην καλλιτεχνική ανθρώπινη φύση, οι ίδιες αυτές διατηρούν
έναν ανοιχτό και διαρκή «διάλογο» μεταξύ τους, για να προεκτείνουν
σιωπηλά την ανθρώπινη επικοινωνία σε ανώτερες νοητικές κλίμακες.
Αξίζει εδώ να μνημονεύσουμε την περίφημη ρήση του Σιμωνίδη του
Κείου περί ζωγραφικής και ποίησης, όπως την διέσωσε ο Πλούταρχος:
«Ο Σιμωνίδης την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν προσαγορεύει, την
δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλέουσαν». Ένας ορισμός που πέρασε σε όλη τη
δυτική φιλολογία ως μείζον θέμα διαλόγου, μέσω της αναδιατύπωσης
του Οράτιου: «Ut pictura poesis» (όπως η ζωγραφική, έτσι και η ποίηση).

    Από την ιστορία της μουσικής, και για την σχέση της με τη
σιωπή, μπορούμε επίσης να αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικές φράσεις
που παρουσιάζουν ανάλογο ενδιαφέρον. Η πρώτη είναι του Claude Debussy: «Μουσική είναι η σιωπή ανάμεσα στις νότες». Και η δεύτερη,
της Clara Shuman: «Η μουσική εκφράζει αυτά που θα ήταν καλύτερα
να αποσιωπηθούν».

     Συνεχίζοντας την περιπλάνηση μας αυτή, θα σταθούμε σε μια
καλλιτεχνική έκφραση σιωπής (ιδιαίτερα προσφιλή στα παιδιά), την
παντομίμα, την αποθέωση της σιωπηλής θεατρικότητας. Η μίμηση και
η απομίμηση της λεκτικής γλώσσας, που κατέληξε να γίνει μια «άλλη»
ιδιότυπη γλώσσα. Η ομιλούσα σιωπή.

      Τη γλώσσα της παντομίμας θα τη ξαναβρούμε ακόμη πιο
αποκαλυπτική, και με νέα διάσταση, στον κλασικό χορό. Μόνο που
εκεί έχουμε μια μορφή «μεταγλώττισης» ή «μετάφρασης» της μουσικής
σε κίνηση χορευτική. Έναν υπέροχο, «ζωντανό» διάλογο ανάμεσα σε
δύο τέχνες, με τη διαμεσολάβηση της σιωπής και του σώματος επάνω
στο σανίδι. Εκεί που ο άνθρωπος αποκτά φτερά, γίνεται γήινο πουλί
που πετάει με τη βοήθεια της μουσικής και της χορογραφίας σε άλλους
πρωτόγνωρους ουρανούς.

      Στοιχεία αυτής της «σιωπηλής έκφρασης», βέβαια, θα βρούμε
και στην κατεξοχήν διαλογική τέχνη με τις πανάρχαιες ρίζες, το θέατρο.
Πολλές φορές, τόσο ο συγγραφέας (υπαινισσόμενος) όσο και ο σκηνοθέτης (διδάσκοντας τους ηθοποιούς), επιλέγουν τις κινήσεις, τη γλώσσα
της σιωπής δηλαδή, για να τονίσουν με χιούμορ ή με δραματικότητα,
κάποια στοιχεία της υπόθεσης του έργου, αλλά και να «φωτίσουν»
την ψυχοσύνθεση των προσώπων, άρα τους ίδιους τους ανθρώπινους
χαρακτήρες. Λύσεις πρωτόγονες, θεατρικές, που προσδίδουν στο έργο
δύναμη, εκφραστικότητα και αληθοφάνεια.

      Τα ίδια περίπου θα μπορούσαμε να πούμε πως ισχύουν και
για τον κινηματογράφο, την πιο καθολική καλλιτεχνική έκφραση και
δημιουργία αυτή την μεγάλη επανάσταση του 20ου αιώνα στον χώρο
του θεάματος και της κινούμενης εικόνας. Πρέπει όμως να τονίσουμε
την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητα αυτής της τέχνης. Όλα σε αυτήν
μεγεθύνονται, σχεδιάζονται και πραγματώνονται, εκτός χρόνου, μέσα
από άλλες πολύμορφες διαδικασίες, καθοριστικός παράγοντας των
οποίων (εκτός της καλλιτεχνικής παραγωγής) είναι η επιστήμη και
η τεχνολογία. Δεν πρέπει να λησμονούμε ακόμη πως η ιστορία του
κινηματογράφου διακρίνεται σε δυο μεγάλες περιόδους: την περίοδο
του βωβού και την περίοδο του ομιλούντος κινηματογράφου. Αλλά και στην εποχή της ασπρόμαυρης και της εποχής της έγχρωμης εικόνας.

        Ο χωρίς ήχο (μουσική και διαλόγο) κινηματογράφος (ο βωβός),
που καλύπτει τα πρώτα χρόνια της ιστορίας της «7ης τέχνης» (1894-
1929), αποθεώθηκε κυριολεκτικά και μεταφορικά, από μεγάλους
δημιουργούς και καλλιτέχνες όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Μπάστερ Κίτον,
το δίδυμο Χοντρός-Λιγνός και άλλοι πολλοί, οι οποίοι προσφέρουν
ακόμη και στα παιδιά και τους μεγάλους της εποχής μας, την ίδια μεγάλη
απόλαυση, όπως στα χρόνια της δόξας του.

       Προέκταση ή μια άλλη εκδοχή της βουβής κινούμενης εικόνας,
υπήρξε και η τέχνη των cartoons, στην «φιλολογία» της οποίας ξεχωριστή θέση κατέχουν οι ανεπανάληπτες δημιουργίες «χωρίς λόγια». Όλα,
ή σχεδόν όλα, τα έλεγε η εικόνα.
Αλλάζοντας τώρα το διερευνητικό μας πεδίο, θα εστιάσουμε
σε μια άλλη πολύ σημαντική λειτουργία της σιωπής, σε έναν «κώδικα»
ουσιαστικής επικοινωνίας με ειδικές κοινωνικές προεκτάσεις, δηλαδή
στη νοηματική γλώσσα. Μια γλώσσα που «μιλιέται» με χαρακτηριστικές
κινήσεις των χεριών και ταυτόχρονη «άφωνη» κίνηση των χειλιών.         Ασφαλώς δεν είναι λίγες οι φορές όπου, η νοηματική, γίνεται
όργανο επικοινωνίας και συνεννόησης, και για εμάς τους «άλλους»,
τους προνομιούχους της ζωής, που συχνά μιλάμε χωρίς να μιλάμε.
Προσφεύγουμε σε αυτή τη γλώσσα συνεννόησης, μέσα στο πλήθος
ή σε χώρους που πραγματοποιούνται κάποια σημαντικά γεγονότα,
όπου η σιωπηλή παρακολούθηση είναι επιβεβλημένη. Πολύ συχνά
ωστόσο «η σιωπηλή συνεννόηση» θριαμβεύει σε χώρους «σκοτεινούς»,
ανάμεσα σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων που κινούνται στα όρια
της νομιμότητας.

     Είναι όμως γεγονός πως οι άνθρωποι στην καθημερινότητα
τους, συνειδητά ή ασυνείδητα, υποκαθιστούν ενίοτε τη φωνητική ομιλία
με τη βουβή, τη σιωπηλή γλώσσα (των χεριών, του νεύματος και της
γκριμάτσας), σε σημείο μάλιστα που κανείς θα μπορούσε να μιλήσει για
επικοινωνία «κωφάλαλων». Για μια καθημερινότητα της παντομίμας.
Δεν χρειάζεται νομίζω να αναφέρω παραδείγματα, αφού όλοι μας, λίγο
ως πολύ, είμαστε μέρος και αυτής της «βουβής» πραγματικότητας.

        Εάν αυτά συμβαίνουν με τους ανθρώπους κατά περίσταση ή
κατ’ επιλογή, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα άλλα όντα του ζωικού
βασιλείου, είτε τα άγρια είτε τα ήρεμα όπως λέγονται. Αυτά έχουν για «γλώσσα» τους, την ίδια τη σιωπή τους! Μέσω αυτής (και μέσω του
ισχυρότατου ενστίκτου που διαθέτουν) έρχονται σε επικοινωνία με
τα άλλα ζώα και με τον άνθρωπο. Μια σιωπή που γίνεται ακόμη πιο
εύγλωττη όταν συνοδεύεται από γρυλίσματα, υλακές και βρυχηθμούς.
Και αυτή την γλώσσα της σιωπή τους, εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να
τη γνωρίζουμε, και πολύ συχνά να τη μεταχειριζόμαστε ανάλογα, αφού
δεν συνυπάρχουμε απλώς με αυτά, αλλά συμβιώνουμε συχνότατα (με
τα οικόσιτα) κάτω από την ίδια στέγη.

       Αλλά, ο κόσμος μας ανάμεσα στα «έμβια όντα», εκτός από
εκείνα που ανήκουν στο βασίλειο των ζώων, περιλαμβάνει και τα έμβια
που ανήκουν στο φυτικό βασίλειο. Και όχι μόνον αυτά. Υπάρχουν και τα
λεγόμενα «άβια όντα», αυτά δηλαδή που δεν έχουν ζωή, που είναι άψυχα
αντικείμενα. Τα φυτά λοιπόν, που αποτελούν μια τεράστια πολύμορφη
ομάδα ζωής του πλανήτη μας, που εμφανίστηκαν μάλιστα πολύ πριν
από τα πρώτα ζώα και από τον άνθρωπο φυσικά, διαθέτουν κι αυτά τη
δική τους ξεχωριστή γλώσσα. Την κατεξοχήν γλώσσα της σιωπής.

       Θα χρειαζόμασταν σελίδες επί σελίδων και πάλι δεν θα ήταν
αρκετές για να περιγράψουμε τις στοιχειώδεις λειτουργίες αυτής
της μεγάλης, της καθολικής σιωπής των φυτών. Μια σιωπή, και ένα
«σύμπαν», που οι ειδικοί επιστήμονες δεν κατόρθωσαν ακόμη να
αποκωδικοποιήσουν, ώστε να εισχωρήσουν στον γεμάτο μυστήρια
κόσμο τους. Μοιραία λοιπόν, κι εμείς εδώ, θα περιοριστούμε σε αφελείς,
ενδεχομένως, γενικότητες, όπως οι παρακάτω.

    Τα μοναχικά δέντρα των λόφων, και τα δέντρα των δασών. Τα
δέντρα της αυλής, και τα οπωροφόρα των κάμπων. Οι πόες, τα λουλούδια, τα χόρτα. Κι ακόμη, τα βρύα, τα φύκια κι ένα άλλο άπειρο πλήθος
φυτών της στεριάς και της θάλασσας, έχουν τη δική τους γλώσσα. Την
δική τους σιωπή! Συνομιλούν μεταξύ τους, κάποτε και με τον άνθρωπο.
Αλλά οπωσδήποτε, συνδιαλέγονται με τον Θεό και το σύμπαν. Η σιωπή
τους φτιαγμένη από χλωροφύλλη και οξυγόνο. Σιωπή που δηλώνεται
με χρώματα και αρώματα. Με την πνοή του ανέμου και τη διαρκή «εν
στάση» κίνησή τους.

***

Από την ιδιότυπη ετούτη περιπλάνησή μας, ασφαλώς, δε θα μπορούσε
να λείπει και η αναφορά σε δύο ακόμη σύμβολα ή κήρυκες της σιωπής.Και αναφέρομαι στην «άβια» πέτρα και το «έμψυχο» άγαλμα. Πέτρα:
όλη η ουσία και όλο το περιεχόμενο της σιωπής. Η πιο συμπυκνωμένη
σιωπηλή μαρτυρία του κόσμου μας. Μια σύνοψη ιστορίας και θρύλου,
κλεισμένη στην «σκληρή τρυφερότητα» της πέτρας. Πρώτη ύλη και,
ταυτόχρονα, αυθύπαρκτο έργο τέχνης της φύσης. Ποίημα σιωπής και
κραυγή της αρχέγονης ύλης. Η πέτρα της υπομονής και των δακρύων.
Και τώρα το άγαλμα. Αυτή η πελεκημένη πέτρα, το σμιλεμένο ως τα
όριά του μάρμαρο. Όραμα μαζί και στοχασμός. Η εκλεπτυσμένη σιωπή
της ανθρώπινης αγωνίας από πέτρα, χαλκό ή μπρούτζο. Η πιο περίτεχνη
κατορθωτή σιωπή του ανθρώπου. Γιατί;

«Γιατί τα αγάλματα δεν είναι στο Μουσείο… τα αγάλματα είμαστε εμείς»

Και επειδή:

Όταν τελειώνουν οι λέξεις, λέει

μένουν τα χέρια, η σιωπή τους.

Μένει εκείνο το άναρθρο βλέμμα

λίγο πριν ή λίγο μετά το ανεπανόρθωτο.

Τότε εσύ, αλλάζεις όνομα και πρόσωπο, λέει.

 Θυμίζεις τα αγάλματα.

 ΙΙΙ 

       Μέχρι τώρα, και με βάση όλα αυτά που ήδη εκθέσαμε, θα μπορούσαμε να
πούμε ότι: με τη σιωπή, ή μέσω της σιωπής, έχει κανείς την δυνατότητα
να εκφραστεί πιο καίρια και με μεγαλύτερη σαφήνεια, για όλα εκείνα
που δυσκολεύεται ή αδυνατεί να πεί με τα λόγια, με τον φωνητικό
γλωσσικό κώδικα. Κάποτε επιλέγουμε εμείς τη σιωπή κι άλλοτε μας
επιλέγει αυτή. Όποιο από τα δύο όμως κι αν συμβαίνει, και σε όποια
ψυχική και διανοητική κατάσταση κι αν βρισκόμαστε, ο «άγνωστος
εαυτός», η «βαθύτερη ύπαρξή» μας, κατορθώνει σε κάθε περίσταση
να «μιλήσει», στέλνοντας στους εκάστοτε αποδέκτες το μήνυμα, την
αλήθεια του. Η σιωπή είναι μέρος της ύπαρξης και του κόσμου μας.
Μαζί με την τέχνη αποτελούν τις δύο οικουμενικές γλώσσες
του ανθρώπου. Και οι δύο συνιστούν μια πραγματικότητα μέσα στις άλλες πραγματικότητες.

       Και αυτό γίνεται φανερό στον καθένα μας, καθημερινά, στους
δρόμους και στην αγορά, στη θάλασσα ή στο βουνό. Γίνεται φανερό
στα μουσεία, στους χώρους των μεγάλων Μνημείων του ανθρώπινου
πολιτισμού (όπου γης). Οι άνθρωποι από όλα τα μέρη του κόσμου
που κινούνται στους παραπάνω χώρους, μπορούν να εκφράζονται,
να συνεννοούνται, να ερωτεύονται και, συχνά, να συν-δημιουργούν,
μέσω αυτών των δύο δυνατοτήτων. Της τέχνης και της σιωπής. μέσω
της όρασης (και ενόρασης), της χειρονομίας, της ακοής, της αφής και
της συγκατάνευσης. Με τρόπο απλό, μοναδικό και αλάθητο.

***

 

          Με τη σιωπή, τέλος, ταυτίστηκαν, έγιναν σύμβολο και «μύθος», μερικά
από τα πιο φωτεινά μυαλά που γέννησε η ανθρωπότητα. Ενδεικτικά και
μόνον θα παραθέσουμε τα παρακάτω ονόματα χωρίς περαιτέρω στοιχεία:
Ηράκλειτος, Σωκράτης, Πυθαγόρας, Ρεμπό, Χέλντερλιν, Μπετόβεν,
Νίτσε, Βαν Γκογκ, Μαγιακόφσκι και Κάφκα.

       Καθένας από αυτούς έδωσε με το «παράδειγμά» του και με την
ιδιαιτερότητά του, ένα ξεχωριστό περιεχόμενο στη σιωπή. Δηλαδή,
η «σιωπή» τους έγινε κατά κάποιον τρόπο προέκταση ή μέρος του
έργου τους. Εξάλλου, η ίδια η φύση του καλλιτεχνικού έργου, ο ίδιος
ο στοχασμός, αλλά και η στιγμή της δημιουργίας, εμπεριέχουν και
προϋποθέτουν την σιωπή. Αποτελεί μια, κατά κάποιον τρόπο, «αναγκαία
συνθήκη» για όλες αυτές τις περιπτώσεις. Γιατί «σωπαίνω» π.χ. για
τον ποιητή, θα πει: εξακολουθώ να μιλώ και χωρίς λέξεις. «Εκεί που
σταματάει ο λόγος του ποιητή, αρχίζει να φέγγει ένα μεγάλο φως», λέει
ο Τζωρτζ Στάινερ.

          Συνοψίζοντας:

          Συνοψίζοντας, η σιωπή είναι μια μουσική συμφωνία σε Σι
μείζονα, όπου αναπτύσσεται σ΄ έναν χώρο νοητό μεν αλλά τόσο οικείο
δε. Η σιωπή μπορεί να είναι καταφυγή ή χώρος δράσης. Σημείο εκκίνησης
κι όχι τερματισμού. Σύμφωνα με τη Σούζαν Σόνταγκ «Η σιωπή, είναι η
έσχατη, ενός άλλου κόσμου χειρονομία του καλλιτέχνη».
( Σούζαν Σόντακ)

          Κι εδώ ακριβώς, είναι η στιγμή που πρέπει, η Σιωπή, να πάρει
η θέση της. Τη θέση του γράφοντος. Να γίνει αυτή, ο λόγος! Το νόημα
του κόσμου. Αυτή η Δέσποινα των καταστάσεων και των εξαίσιων
λογισμών. Έφτασε, ήρθε! Έγινε! ΣΙΩΠΗ λοιπόν.
«Χρη σιγάν ή κρείσσονα σιγής λέγειν».

***

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, Ο γελωτοποιός και αλήθεια του,
Καστανιώτης, Αθήνα 1991.

2. George Steiner, Η σιωπή και ο ποιητής, Έρασμος, Αθήνα 1997.

3. George Steiner, Η σιωπή των βιβλίων, μετ. Σοφία Διονυσοπούλου,
Ολκός, 2009.

4. Σούζαν Σόντακ, Η αισθητική της σιωπής, ΤΡΑΜ, Εγνατία, 1979.

5. Αββάς Ντινουάρ, Η τέχνη της σιωπής, μετ. Τούλα Τολιά, Καστανιώτης,
Αθήνα 2007.

6. Guido Ceronetti, Η σιωπή του σώματος, μετ. Irene Maradei, Ροές,
1987.

7. Στιούαρτ Σιμ: «Το Μανιφέστο της Σιωπής» (Εdinburgh University
Ρress)

8. Γιώργος Σεφέρης, «Κίχλη», 1947.

9. Χρήστος Τουμανίδης, «Μεταλλαγή», από τη συλλογή Αστάθμητα,
1978