Γιατί γράφουμε αλήθεια; Είναι άραγε η επιθυμία τής δημιουργίας κάτι που φέρουμε φύσει  ή κάτι που αποκτούμε θέσει στην πορεία; Απειροστές οι προσπάθειες να απαντήσω πρωτίστως στον εαυτό μου κι ακολούθως, σε όλους όσοι από το οικείο μου περιβάλλον με έβλεπαν από παιδί να απομονώνομαι, αποζητώντας με μανία την ευταξία των λέξεων.

Μεγαλώνοντας και μελετώντας, κατάλαβα πως οι συγγραφείς χωρίζονται σε τρεις κύριες κατηγορίες: στους πραγματικούς, στους πλασματικούς και στους  κομπορρήμονες.

Οι πρώτοι, αυθεντικοί και χωρίς ίχνος φληναφήματος στη γραφή τους, θα ‘λεγε κανείς, πως είναι γεννημένοι για να υπηρετούν την τέχνη της συγγραφής∙ εκείνοι που το απλό καθημερινό το μετουσιώνουν σε κάτι ανώτερο και θεϊκό. Είναι οι άνθρωποι που ζουν απόλυτα την πραγματικότητα τής εποχής τους και αγωνίζονται ψυχή τε και σώματι για την αλήθεια∙ και του πόνου και της χαράς. Γι’ αυτούς οι λέξεις είναι τα ενδιάμεσα γεφύρια, η ύλη που πραγματώνει το πνεύμα της εσώτερης σκέψης. Γράφουν γιατί δεν μπορούν και δεν θέλουν να κάνουν αλλιώς. Γράφουν γιατί υπηρετούν την ελευθερία και συνάμα την αναγκαιότητα του λειτουργήματος τους.

Οι δεύτεροι, κάτι σαν απομιμητές των πρώτων, γράφουν όχι γιατί θα έλειπε ή θα προσέφερε κάτι σε κάποιον η γραφή τους αλλά γιατί επιζητούν γράφοντας να δημιουργήσουν έναν κόσμο πιο ανεκτό και πιο όμορφο από τον εξωτερικό μα πρωτίστως ομορφότερο από τον εσώκοσμό τους. Είναι άνθρωποι μπερδεμένοι, ανήμποροι να ισορροπήσουν τη θλίψη και το γέλιο και άρα, μόνο φαινομενικά τούς ενδιαφέρει η αποκατάσταση της χαμένης ομορφιάς. Εντοπίζει κανείς στο λόγο τους μια νοσταλγία ή μια πολεμικότητα ίσως αστήρικτη, λέξεις πομπώδεις και απουσία λογικού ειρμού. Γράφουν γιατί είναι ο μόνος τρόπος να αποφύγουν την πραγματικότητα που κόβει βόλτες στο στενό του εγωισμού τους.

Οι τελευταίοι, δεν ενδιαφέρονται καν να παρέχουν στον αναγνώστη τους κάτι όμορφο και λογικά συνεχές∙ άνθρωποι στραμμένοι διαρκώς στον εαυτό τους που έχουν θέσει ως απώτερο στόχο τους την είσπραξη φιλοφρονήσεων και κολακειών. Τους εντοπίζει κανείς ανάμεσα σε αυλικούς και παρακμιακούς. Άνθρωποι που υπηρετούν με δουλικότητα το εγώ τους και θέτουν την τέχνη στην υπηρεσία τους. Ανιχνεύει κανείς στα γραπτά τους πάθη, λαγνεία και οργή ενώ τα λεκτικά πυροτεχνήματα που χρησιμοποιούν συχνά έρχονται σε πλήρη εναρμόνιση με την έλλειψη νοήματος που προβάλλουν. Γράφουν γιατί πεινούν και διψούν για θαυμασμό και ετεροκαθορισμό.

Τι είναι όμως αυτό που ωθεί έναν πραγματικό συγγραφέα να βγει από τη σιωπή του και να διαμοιράσει το μέσα του; Τι είναι αυτό που τον κάνει να διαφέρει ουσιαστικά από τους άλλους δύο; Μια πρώτη απάντηση θα ήταν η παροντικότητά του τόσο σε αναφόρα ως προς το μέλλον όσο και ως προς το παρελθόν. Στην ουσία, ο συγγραφέας λειτουργεί σαν ένα ισοζύγιο ανάμεσα στη χρονικότητα που του έχει παραδοθεί και σε αυτή που πρέπει ο ίδιος να παραδώσει. Η πραγματική συγγραφή -ως εργαλείο τού συγγραφέα- συνοψίζει τα κοινά χαρακτηριστικά της τριφασικής πραγματικότητας και φτάνει στο σημείο να μην υπόκειται σε καμία συγκεκριμένη χρονική ιστορικότητα, ενώ τα έργα της μπορούν να βρουν εφαρμογή σε κάθε ιστορικό παρόν.

Ο συγγραφέας, το λοιπόν, είναι αφενός ένα εμπράγματο υποκείμενο εφόσον ενσαρκώνει έναν άνθρωπο, αφετέρου όμως, την ώρα ακριβώς που συγγράφει μετατρέπεται σε αχρονική καθολικότητα. Και κάπου εδώ μπαίνει ίσως το πιο κρίσιμο ερώτημα στην όλη διαδικασία της συγγραφής: τι είναι αυτό που επιτρέπει και που δίνει νομιμοποίηση στον συγγραφέα να μιλήσει σαν να είναι ο καθένας χωριστά αλλά και όλοι μαζί; Πώς ένας και μόνον άνθρωπος μπορεί να ενδυθεί χιλιάδες προσωπεία λειτουργώντας κατ’ εξοχήν ως  καθρέφτης της πραγματικότητας;

Για να μπορέσει κανείς να ενσαρκώσει με τις λέξεις του και να δώσει φωνή στα στόματα και στις ψυχές των υπολοίπων (που παραμένουν σε σιωπή) προέχει πρωτίστως να είναι σε απαρέγκλιτη επικοινωνία με τον εαυτό του. Πώς επιτυγχάνεται ωστόσο αυτή η επικοινωνία και με ποιο τρόπο η αυτούσια επικοινωνία του καλλιτέχνη επικοινωνεί με την εξωτερικότητα που τον περιβάλλει;

Αν προσεγγίσουμε -λογικώ τω τρόπω- τη διαδικασία της συγγραφής, ο συγγραφέας είναι ένας άνθρωπος που εγκιβωτίζει μέσα του σκέψεις, ιδέες, τοπία και επιθυμίες -όπως ακριβώς «Ο Σκεπτόμενος» του Ντε Κίρικο- πάντοτε σε συνάρτηση με μια εξωτερική πραγματικότητα.

Γιατί δεν είναι όμως όλοι οι άνθρωποι ικανοί να μετατρέψουν το δυνάμει σε ενεργεία; Τι είναι αυτό το παραπάνω που ενεργοποιείται και ενεργοποιεί το χέρι του συγγραφέα; Είναι μήπως κάποια αίσθηση ενδότερου χρέους, κάποια ανάγκη προσφοράς προς τον πλησίον ή άραγε να είχε δίκιο η πλατωνική Διοτίμα  πως κάποιοι άνθρωποι αποσκοπώντας στην αθανασία γεννούνε άυλα κι αθάνατα παιδιά; Ίσως, εν τέλει, να είναι ένα κράμα όλων αυτών.

Το σίγουρο είναι πως ο συγγραφέας οφείλει να είναι απαλλαγμένος από τον φόβο της κριτικής και την κατάρα τής φιλαρέσκειας. Να είναι, δίχως άλλο, ικανός να ξεσκαρτάρει τα άχυρα από το χρυσάφι στο μέσα του ορυχείο και προπαντός μα προπαντός : «σαν έτοιμος από καιρό, σα θαραλλέος» να μπορεί να διαμοιράζει τα ιμάτια της ψυχής του σε όλους τους εκφραστικά ανένδυτους.