Γεωργία Διάκου, Δύο ποιήματα
Σχεδίασμα πορτρέτου
Τίποτα δεν έμεινε για την βασίλισσα και κείνη η ασπίδα
Που ‘χε κλέψει για χάρη της ο τελευταίος στη σειρά
Στρατιώτης ήταν ένα λάστιχο ρεζέρβας από το οικογενειακό
Αυτοκίνητο. « Μου υποσχέθηκες πως σήμερα…»
Δεν μπορώ να σε γνωρίσω καλύτερα σ’αυτό το πέπλο
Του πατέρα σκέτη συμφορά και ανία προκαλείς
Στην γειτονιά σε καλούνε ανεμοδείχτη
Υψώνεις το δάκτυλο με σάλιο και πυγμή.
Τον ήλιο δεν ορίζεις. Αυτό σου στοίχισε μια νιότη
Όταν επέστρεψες στο σπίτι τα πλακάκια
Είχαν ένα χρώμα κίτρινο. Κατουρημένη
Από φόβο η μέρα γρύλισε εμπρός σου.
«Να ‘ρθει να ξηγηθούμε» είπες και όλες
Ξαφνικά το βρήκαμε ως φαεινή ιδέα
Επάνω στο περβάζι να σταθούμε
Και σήματα να κάνουμε καπνού
Στα σύννεφα όμοια με κέρατα ελαφιού
Που έχασες στην έξοδο του δάσους.
*
Ποίημα για μία ηλικία
Περνώντας με το αστικό
Από αλυσίδα γνωστού βιβλιοπωλείου
Παρατηρώ τα μεγάλα λευκά γράμματα
Στα εξώφυλλα τριών βιβλίων
Βουνά– Παιδιά –Θάλασσα.
Το σχήμα του μέλλοντος απέκτησε μορφή.
Όλες οι υποψίες έγιναν βεβαιότητες.
Και οι τρεις αυτές λέξεις
αποκαλύπτουν το χρέος που μας μένει.
Να πάρουμε τα βουνά
Να γεννήσουμε καινούρια παιδιά
Να πέσουμε στην θάλασσα
Μια νύχτα με φεγγάρι, ρομαντικά.
Εμείς που την νιότη μας ορίσαμε
Σε φιλικές κουβέντες και φωτογραφίες του φέισμπουκ
Αποσύραμε τα κρίνα του Αρχαγγέλου από τα νεκροκρέβατα
Και ορκιστήκαμε ότι κανένα σχέδιο γήρατος
Δεν είναι ικανό να μας πείσει
Πως ένα σονέτο είναι εξίσου όμορφο
Με τον ρυθμό αυτού του κόσμου.
Τίποτα δεν μεταβάλλεται εντός μου.
Κι όμως, δίνοντας το όνομα Τενάγκνε
στην κυρία που με κοιτά ,
αντιλαμβάνομαι πως με τα χρόνια
το δικό της σχέδιο πέτυχε το σκοπό του.
Η φλόγα της έγινε μια καλοχωνεμένη
Σύνεση που την πείθει
Πως το αύριο δεν θα’ ναι και πάλι
Η πρόβα του σήμερα
Μα η πρώτη παράσταση·
Το άνοιγμα στην ίδια της τη ζωή
Που ξεπηδά θαυμαστή
Από κείνο το νεανικό όνειρο στα τέλη του ’70.