Mad Max: ο Δρόμος της Οργής
Περιπέτεια φαντασίας, που
διαδραματίζεσαι στην απέραντη έρημο μιας δυστοπικής Αυστραλίας, μαστιζόμενης
από πολέμαρχους που εκμεταλλεύονται την έλλειψη νερού και άλλων αναγκαίων
αγαθών για να κρατούν υπόδουλους τους απλούς ανθρώπους. Ο σκοπός ήταν να
δημιουργηθεί μια ταινία εκρηκτική, ξέχειλη αδρεναλίνης με αδιάκοπο γλεντοκόπι
βίας που, θεωρητικά, καταδεικνύει την παράνοια του δεδομένου κόσμου και την
αγριότητα του πολέμου, όντας ταυτόχρονα αφάνταστα διασκεδαστική και κουλ. Για
να το επιτύχουν, κατέφυγαν σε μια videogame αισθητική άνευ σεναρίου, στήνοντας
στην ουσία μια δίωρη αμφίδρομη καταδίωξη από απίθανα υπερφτιαγμένα θηριώδη
αυτοκίνητα, γεμάτα με καρφιά, νεκροκεφαλές και κιθάρες που στο παίξιμό τους
φτύνουν φωτιά, κραυγαλέος συμβολισμός της ανδροκρατούμενης και δυναστευμένης
από την τεστοστερόνη δυστοπίας. To τελευταίο αποτελεί σημαντικότατη πτυχή της
ταινίας, καθώς ο τερατόμορφος τύραννος διαθέτει ένα χαρέμι από φυλακισμένες
αιθέριες καλλονές (η μοναδική ομορφιά που έχει απομείνει σε αυτόν τον κόσμο) με
τις οποίες κατά περιόδους τεκνοποιεί, και η επανάσταση ξεκινά από μια γυναίκα
αξιωματικό του που τις απελευθερώνει. Ένας χοντροκομμένος νεοφεμινισμός που
σερβίρεται άτσαλα σε μεγάλο πιάτο. Τα πρόσωπα της ταινίας δεν αποτελούν
χαρακτήρες αλλά τύπους, χάρτινες μορφές που μοιάζουν να είναι εκεί για να
διεκπεραιώσουν απλούστατα την ενσάρκωση της ακατάσχετης εκρηξιολογίας που πολύ
σύντομα καταντά επαναλαμβανόμενη, προβλέψιμη και βαρετή. Το ταλαντούχο δίδυμο
των πρωταγωνιστών (Τομ Χάρντι και Σαρλίζ Θερόν) δεν καταφέρνουν να ζωντανέψουν
και να κάνουν πιο αληθοφανή την περιπέτεια, παίζουν χλιαρά και βαριεστημένα, αν
και για αυτό είναι υπεύθυνο σε μεγάλο βαθμό το γραμμικό, σχηματικό και απλοϊκό
σενάριο. Η εντύπωση που μένει στο τέλος της ταινίας είναι ενός αποχαλινωμένου
κόμικ που διαγράφει έναν μεγάλο κύκλο, έχοντας στο μεταξύ καταστήσει την έκχυση
αδρεναλίνης μέσω του εύκολου εντυπωσιασμού αυτοσκοπό. Τα πιο ενδιαφέροντα
στοιχεία της ταινίας είναι η φωτογραφία, το πανκ μεταγουέστερν σκηνικό και η
μουσική. Όλα τα υπόλοιπα δεν θα ήταν τόσο κατακριτέα και αξιοσημείωτα, δεν θα
αποτελούσαν ιδιαίτερο πρόβλημα αν μιλούσαμε απλώς για μια ακόμα περιπέτεια
φαντασίας, κι όχι για μια ταινία που έχει χαιρετιστεί σχεδόν ως αριστούργημα
και έχει συμπεριληφθεί σε όλες τις λίστες με τα καλύτερα φιλμ της χρονιάς.
Βέβαια, η κατάχρηση της λέξης «αριστούργημα» στο σινεμά καθώς και η εκπληκτική
ευκολία με την οποία κοινό και κριτική ενθουσιάζονται και εκφέρουν
μεγαλοστομίες για δεκάδες ή εκατοντάδες ταινίες κάθε χρονιά, είναι ένα θέμα που
του αξίζει ξεχωριστή και εμβριθής ανάλυση.