388.447
Η γλώσσα
αυτής της πόλης
μου είναι
άγνωστη
τα χέρια
μου ακουμπούν την άσφαλτο
και
καίγονται
τα χείλη
μου φλέγονται στον αέρα
τα μάτια
μου θολώνουν
στο φως
της γκρίζας ημέρας που έρχεται –
τραβέρσο
ανάποδο
τραβέρσο
ανάποδο.
Πίδακες με
θειάφι
να
κλείσουν τα στόματα
ν’
ανοίξουν οι πληγές –
τώρα
μάλιστα
αγαπώ
τα βρώμικα
τραγούδια σου.
388.447
αριθμός
βαρίδι
σου φράζει
τη μιλιά
σε κάνει
στίχο
σου δίνει
ώθηση
σου δίνει
αυτιά
χέρια
μάτια θηλές
σε καθίζει
στο εδώλιο του κατηγορουμένου
σε δικάζει
προδότη
σε γυρίζει
πίσω
σου
ματώνει τα ακροδάχτυλα
σου
σφίγγει τα χέρια σε γροθιά
σε κάνει
ανίκητο
σε κάνει
ηττημένο
σε σταματά
σου
ψιθυρίζει βρισιές στ’ αυτί
σε
λοιδωρεί
σου κλέβει
τον καθημερινό άρτο
σε
κοιμίζει κάτω από στοίβες χώμα
σε κάνει
να πετάγεσαι τις νύχτες
σε
μεταμορφώνει σε ουρλιαχτό
σε στρέφει
στη μουσική
σε κάνει
θόρυβο
σου
φωνάζει
σου φράζει
το δρόμο
σε
σφυροκοπά
σε
αιχμαλωτίζει
σε βγάζει
στους δρόμους
σε χαιρετά
σε χαιρετά
σε χαιρετά.
Τα
δεκανίκια δεν είναι αρκετά
κι η κάλπη
στα χέρια
οβίδα
οπλισμένη.
Ιανουάριος 2015
Φτωχή απάτη
Εκείνη
μια σπουδή
στη μη τελειότητα
εμείς
παιδιά του
πολέμου
παιδεμένοι
στο
υπόκωφο μουκανητό της γης.
Τα πόδια
μας υγρά ακόμη
ολοζώντανοι
στ’ αυτιά μας
ήχοι από
σκυλιά που αλυχτούν.
Παίρνουμε
ψωμί για να περνάμε
και
λογαριάζουμε την τύχη μας
μέρα με
την ημέρα.
Εκείνη
υπέροχος
άσπρος νάνος
στο κέντρο
διαστελλώμενου νεφελώματος.
Πώς θα
μπορούσε να μας μισήσει;
μα, κιόλα,
αυτό δεν το ‘λεγες κι αγάπη.
Μια
τρομερή αθωότητα την περιτριγύριζε
τόσο που
πνιγμένη
ήταν μέσα στις πιο σκοτεινές μας σκέψεις
για να
μείνουμε ζωντανοί εμείς
εμείς
εμείς
κατάλαβες;
Άνθρωποι
της κλειδαρότρυπας
σε συνεχή
αναβρασμό
εργατικά
μυρμήγκια για διαφημίσεις
χάρτινοι
πίδακες που καίγονται στο φως του ήλιου
ρωμαλέοι
νέοι κόσμοι προς το τίποτα.
Τι μας
έλειπε ποτές;
Μια χούφτα
νερό
κι ο δικός
της ήλιος.
Εκείνη
η γραμμή
ανάμεσα
στην
όμορφη πληγή
και τη
φτωχή απάτη.